ατακτώ

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source

Greek Monolingual

και αταχτώ (AM ἀτακτῶ, -έω) άτακτος
κάνω αταξίες, παρεκτρέπομαι
αρχ.-μσν.
1. κάνω παράβαση
2. στασιάζω
μσν.
1. βρίσκομαι σε αταξία
2. αυθαιρετώ
αρχ.
1. (για στρατιώτες) εγκαταλείπω την τάξη, δεν τηρώ την πειθαρχία
2. κάνω άστατη και άτακτη ζωή.