αυτοκρατόρισσα
οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep
Greek Monolingual
ο, θηλ. αυτοκράτειρα, και αυτοκρατόρισσα, η (AM αὐτοκράτωρ, ο, αὐτοκράτειρα, η)
1. ο μόνος κυρίαρχος, ο απόλυτος μονάρχης μιας χώρας
2. τίτλος ηγεμόνων κρατών που κυβερνώνται απολυταρχικά
μσν.
ως επίθ. αυτός που ανήκει στον αυτοκράτορα, ο αυτοκρατορικός
αρχ.
1. ο κύριος του εαυτού του
2. αυτός που έχει απόλυτη πληρεξουσιότητα να κάνει κάτι
3. (για πρόσωπα ή πόλεις) ελεύθερος, ανεξάρτητος
4. (για νέους) έφηβος
5. «αυτοκρατής» — κυρίαρχος του εαυτού του
6. μτφ. αυτός που δεν δέχεται αντιλογία, κατηγορηματικός
7. ο απόλυτος κύριος μιας κατάστασης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. αυτοκράτωρ είναι αρχαϊκός σχηματισμός, όπου το β' συνθετικό κράτωρ πιθ. αποτελεί αρχαίο ουδέτερο, παράλληλο τ. του κράτος, ενώ κατ' άλλη υπόθεση η λ. χρησιμοποιείται αντί του αυτοκρατής (< κράτος, κρατώ), αναλογικά προς τα ονόματα σε -τωρ, τα οποία δηλώνουν τον δράστη της ενέργειας (πρβλ. ναυκράτωρ). Ο όρος αυτοκράτωρ απαντά στην Ιωνική-Αττική για να χαρακτηρίσει πρόσωπα ή πόλεις με τη σημασία «ανεξάρτητος, κύριος του εαυτού του», απ' όπου στη συνέχειά προέκυψε η έννοια περιβεβλημένος με πλήρη εξουσία», σε μεταγενέστερους δε χρόνους η λ. χρησιμοποιείται ως τίτλος υπέρτατου άρχοντα των Ρωμαίων, απόδοση του ρωμαϊκού dictator (Πολύβ.) και imperator (Πλουτ.).
ΠΑΡ. αυτοκρατορία, αυτοκρατορικός].