βουκόλιον

From LSJ

ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουκόλιον Medium diacritics: βουκόλιον Low diacritics: βουκόλιον Capitals: ΒΟΥΚΟΛΙΟΝ
Transliteration A: boukólion Transliteration B: boukolion Transliteration C: voukolion Beta Code: bouko/lion

English (LSJ)

τό,
A herd of cattle, Hdt.1.126, X.HG4.6.6, Theoc.8.39, 25.13, etc.
2 τὰ β. district of lower Egypt, inhabited by shepherds, Hld.1.5, BGU625.6 (ii/iii A. D.), etc.
II means of beguiling, πενίης AP9.150 (Antip.), = ib.255 (Phil.); but with play on 1.

Spanish (DGE)

-ου, τό
rebaño de ganado vacuno, vacada, h.Merc.288, Hdt.1.126, Pl.Lg.677e, X.HG 4.6.6, Theoc.8.39, 25.13, LXX 1Re.27.9, 2Re.12.2, D.Chr.1.52, Longus 2.5.3, 2.29.1
mismo sent. o quizá fig. alivio πενίης AP 9.150 (Antip.Thess.), 9.255 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 456] τό, 1) Rinderheerde, Her. 1, 126; Theocr. 8, 39 u. Sp. – 2) Linderungsmittel, πενίης Ant. Sid. 94 (IX, 150); vgl. βουκολέω.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
troupeau de bœufs.
Étymologie: βουκόλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βουκόλιον -ου, τό, demin. van βουκόλος, kleine kudde runderen.

Russian (Dvoretsky)

βουκόλιον: τό
1 стадо крупного рогатого скота Her., Theocr., Plut.;
2 утоление, средство смягчения (πενίης Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

βουκόλιον: Δωρ. βωκ-, τό, ἀγέλη βοῶν, Ἡρόδ. 1. 126, Θεόκρ. 8. 39., 25. 13. 2) τὰ βουκ., διαμερίσματα τῆς κάτω Αἰγύπτου οἰκούμενον ὑπὸ βουκόλων, Ἡλιόδ. 1. 5. ΙΙ. παρηγορία, ἀνακούφισις, πενίης Ἀνθ. ΙΙ. 9. 150.

Greek Monolingual

βουκόλιον, το (Α) βουκόλος
1. αγέλη βοδιών
2. παρηγοριά, ανακούφιση
3. (ουδ. πληθ.) τα Βουκόλια
περιοχή της Κάτω Αιγύπτου.

Greek Monotonic

βουκόλιον: Δωρ. βωκ-, τό,
I. κοπάδι βοδιών, σε Ηρόδ., Θεόκρ.
II. μέσο παρηγοριάς, τρόπος ανακούφισης, σε Ανθ.

Middle Liddell

[From βουκόλος
I. a herd of cattle, Hdt., Theocr.
II. a means of beguiling, Anth.