γυναικοπληθής

From LSJ

Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γῠναικοπληθής Medium diacritics: γυναικοπληθής Low diacritics: γυναικοπληθής Capitals: ΓΥΝΑΙΚΟΠΛΗΘΗΣ
Transliteration A: gynaikoplēthḗs Transliteration B: gynaikoplēthēs Transliteration C: gynaikoplithis Beta Code: gunaikoplhqh/s

English (LSJ)

γυναικοπληθές, composed of women, ὅμιλος A.Pers.122 (lyr.); ξύλλογοι E.Alc.952.

Spanish (DGE)

(γῠναικοπληθής) -ές
compuesto de mujeres ὅμιλος A.Pers.122, ξύλλογοι E.Alc.952.

German (Pape)

[Seite 510] ές, voll von Weibern, σύλλογος Aesch. Pers. 122; ὅμιλος Eur. Alc. 955.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui se compose d'une foule de femmes.
Étymologie: γυνή, πλῆθος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γυναικοπληθής -ές [γυνή, πλῆθος] vol vrouwen.

Russian (Dvoretsky)

γυναικοπληθής: состоящий из множества женщин (ὅμιλος Aesch.; ξύλλογοι Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

γῠναικοπληθής: -ές, πλήρης γυναικῶν, ὅμιλος Αἰσχύλ. Πέρσ. 122· σύλλογος Εὐρ. Ἄλκ. 955.

Greek Monolingual

γυναικοπληθής, -ές (Α)
αυτός που αποτελείται από πολλές γυναίκες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός + -πληθής < πλήθος (πρβλ. οινοπληθής, παμπληθής)].

Greek Monotonic

γῠναικοπληθής: -ές (πλήθω), αυτός που είναι γεμάτος από γυναίκες, σε Αισχύλ., Ευρ.

Middle Liddell

πλήθω
full of women, Aesch., Eur.