δαιμονιώδης
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
English (LSJ)
δαιμονιῶδες, like a demon, Sch.Ar.Ra.293; demoniacal, devilish, Ep.Jac.3.15; like a δαίμων, Procl.in Ti.1.113D.
Spanish (DGE)
-ες
• Alolema(s): δαιμονώ- Chrys.M.55.146, IGLS 220.14 (Alepo IV/V d.C.)
1 que concierne a espíritus malignos, demoníaco σοφία Ep.Iac.3.15, συγκύρημα Sm.Ps.90.6, ψυχή Chrys.l.c., φαντασία IGLS l.c.
•astrol. de signo maléfico μοῖραι Anon.Astr. en PMich.149.6.33, 7.11.
2 poseído por los demonios subst. οἱ δαιμονιώδεις Sud.s.u. γύργαθος.
3 como un espíritu, fantasmal τὸν Φαέθοντα ... τρόπον τινὰ δαιμονιώδη φλέγοντα ἐκείνους τοὺς τόπους Procl.in Ti.1.113.22, φάντασμα Sch.Ar.Ra.293, EM 336.38G.
4 adv. δαιμονιωδῶς = de modo demoníaco εἶδεν τὸ πλῆθος ... δ. κατὰ τὴν χώραν μαινόμενον H.Mon.8.168.
German (Pape)
[Seite 515] ες, Dämonen ähnlich, die Dämonen betreffend, Sp.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
qui concerne les démons;
NT: démoniaque.
Étymologie: δαιμόνιον, -ωδης.
Russian (Dvoretsky)
δαιμονιώδης: бесовский (σοφία NT).
Greek (Liddell-Scott)
δαιμονιώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος δαίμονι, Σχόλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 295· δαιμονικός, διαβολικός, Ep. Jacob. 3. 15.
English (Strong)
from δαιμόνιον and δαίμων; dæmon-like: devilish.
English (Thayer)
δαιμονιωδες (δαιμόνιον, which see, and εἶδος), resembling or proceeding from an evil spirit, demon-like: Aristophanes ran. 295; Symm..)
Greek Monolingual
-ες (AM δαιμονιώδης, -ες)
όμοιος με δαίμονα
νεοελλ.
1. (για ενέργειες) βίαιος, παράφορος
2. (για θορύβους) ισχυρότατος, τρομαχτικός
αρχ.-μσν.
αυτός που προέρχεται από τον διάβολο.
Greek Monotonic
δαιμονιώδης: -ες (εἶδος), δαιμονισμένος, φρενήρης, σατανικός, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
εἶδος
demoniacal, devilish, NTest.
Chinese
原文音譯:daimonièdhj 呆摩你哦-得士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:教
字義溯源:似鬼的,屬鬼魔的;由(δαιμόνιον)=鬼魔)與(οἶδα)*=看見)組成;其中 (δαιμόνιον)出自(δαίμων)=鬼), (δαίμων)出自(δαίμων)X*=分配幸運)
出現次數:總共(1);雅(1)
譯字彙編:
1) 屬鬼魔的(1) 雅3:15