διαχειροτονέω
οὕτω γὰρ συμβαίνει ἅμα καὶ ἡ τῶνδε εὐγένεια κοσμουμένη → for by so doing we shall also celebrate therewith the noble birth of these heroes
English (LSJ)
A choose between two persons or proposals by show of hands, εἴτε… ἤ, εἴτε… εἴτε, IG12.57,98, cf. D.47.43, etc.:—Pass., X.HG1.7.34; διαχειροτονοῦμαι to be selected, Pl.Lg.755d.
2 vote on a person's case, δ. τινὰ πότερον ἐπιτήδειός ἐστιν ἢ οὔ Arist.Ath.49.2.
Spanish (DGE)
decidir por votación a mano alzada entre dos opciones εἴτε… εἴτε IG 13.61.5 (V a.C.), εἴτε ... εἴτε ... D.59.4, ἐν τῷ διαχειροτονεῖν ἦν ἡ βουλὴ πότερα ... ἢ ... D.47.43, cf. Arist.Ath.49.2, διαχειροτονῆσαι τὸν δῆμον ὁπόσον δεῖ αὐτοῖς μερίσαι Ath.Council.78.18, cf. 19 (III a.C.), c. ac. ὁ δὲ δᾶμος διαχειροτονείτω τὰν ἀξίαν τὰς δωρεᾶς ICos ED 206.14 (III a.C.), en v. pas. ὁπότερος ... ἂν δόξῃ διαχειροτονούμενος el que de los dos por votación haya parecido bien Pl.Lg.755d, τούτων δὲ διαχειροτονουμένων sometidas a votación ésas (dos propuestas), X.HG 1.7.34
•p. ext. decidir, designar διαχειροτονοῦσιν οἷς βούλονται τὴν ἡγεμονίαν I.BI 4.592.
German (Pape)
[Seite 613] durch Stimmenmehrheit (rermittelst Handaufheben) erwählen, Plat. Legg. VI, 755 d; entscheiden, abstimmen, Dem. 59, 4 u. öfter; διαχειροτονο υμένων τούτων, als darüber abgestimmt wurde, Xen. Hell. 1, 7, 34. Bei D. Cass. u. a. Sp. übh. = erwählen.
French (Bailly abrégé)
διαχειροτονῶ :
décider entre deux propositions ou faire un choix entre deux concurrents par un vote à main levée.
Étymologie: διά, χειροτονέω.
Russian (Dvoretsky)
διαχειροτονέω: голосовать поднятием рук, решать или избирать голосованием Dem.: τούτων διαχειροτονουμένων Xen. когда эти вопросы были проголосованы; ὁπότερος δ᾽ ἂν δόξῃ διαχειροτονούμενος Plat. тот, в пользу которого выскажется большинство.
Greek (Liddell-Scott)
διαχειροτονέω: μεταξὺ δύο περιπτώσεων ἢ πραγμάτων ἐκλέγω δι’ ἀνατάσεως τῆς χειρός, ἢ, καθόλου, ἐκλέγω διὰ φανερᾶς ψηφοφορίας, Δημ. 1152, 9· οὕτως ἐν τῷ μέσ., Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 34. -Παθ., ἐκλέγομαι οὕτω, Πλάτ. Νόμ. 755D· πρβλ. διαψηφίζομαι.
Greek Monotonic
διαχειροτονέω: μέλ. -ήσω, επιλέγω μεταξύ δύο προσώπων ή πραγμάτων με ανάταση χειρός, εκλέγω, σε Δημ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ξεν.
Middle Liddell
fut. ήσω
to choose between two persons or things by show of hands, to elect, Dem.; so in Mid., Xen.