δις
λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”
English (LSJ)
inseparable Suffix, signifying motion to a place, like -δε, but only used in a few words, as ἄλλυδις, οἴκαδις, χαμάδις.
German (Pape)
[Seite 642] ein Suffixum, wie -δε, die Bewegung wohin anzeigend, in ἄλλυδις, χαμάδις.
Russian (Dvoretsky)
δις: (= δε) наречный суффикс со знач. направления (напр. οἴκαδις).
Greek (Liddell-Scott)
δις: ἀχώριστον μόριον δηλοῦν κίνησιν εἰς τόπον ὡς τό -δε, ἀλλ’ ἐν χρήσει μόνον εἴς τινας λέξεις, ὡς ἄλλυδις, οἴκαδις, χαμάδις.
Greek Monolingual
(I)
(AM δίς) επίρρ.
δύο φορές
αρχ.
1. (με το τόσος ή αριθμητ.) διπλάσιος, δύο φορές τόσος, άλλος τόσος («ἀρ' ἔστι ταῦτα δὶς τόσ' ἐξ ἁπλῶν κακά», Σοφ. Αίας)
2. φρ. α. «ἐς δὶς» — δύο φορές
β. «δὶς διὰ πασῶν» — είδος αρμονίας στη μουσική.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχαίο αριθμητικό επίρρημα που συνδέεται με αρχ. ινδ. dvih, λατ. bis, μσν. άνω γερμ. zwir. Η ύπαρξη F στο αρχικό θ. της λέξης, δηλ. δFισ-, πιστοποιείται από την εμφάνιση θέσει μακράς συλλαβής στο τέλος λέξης, η οποία προηγείται του δισ- ή δι-. Το τελικό -ς χρησίμευε αρχικά στο να αίρει τη χασμωδία στο τέλος της λέξης. Ο τ. εμφανίζεται ως α' συνθετικό σε πλήθος λέξεων με τη μορφή δι- (και πιο σπάνια δισ-)
πρβλ. αρχ. ινδ. dvi-, λατ. bi-, αρμ. erki-, γοτθ. twi-, λιθ. dvi- π.χ. δίπους, αρχ. ινδ. dvi-pad-, λατ. bi-pēs. Από το δις προήλθαν και τα επιρρ. δίχα, διχθά.
Greek Monotonic
δις: αχώριστο μόριο, που δηλώνει κίνηση σε τόπο, όπως το -δε, όπως στα ἄλλυδις, οἴκαδις, χαμάδις.