δρομικός

From LSJ

κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δρομικός Medium diacritics: δρομικός Low diacritics: δρομικός Capitals: ΔΡΟΜΙΚΟΣ
Transliteration A: dromikós Transliteration B: dromikos Transliteration C: dromikos Beta Code: dromiko/s

English (LSJ)

δρομική, δρομικόν,
A good at running, swift, Pl.Tht. 148c, Arist.EN1101b16: Comp., Philostr.Her.3.4: Sup., Polyaen.3.11.10.
2 belonging to the foot-race, τὰ δρομικὰ τοῦ πεντάθλου X.HG7.4.29; τὰ δρομικὰ γυμνάζεσθαι D.61.24; τῷ δρομικῷ ἀγωνίσασθαι D.C.67.8. Adv. δρομικῶς, ἀποχωρεῖν Pl.Lg.706c.
II set up in race courses, οἱ δρομικοὶ τῶν Ἑρμῶν Philostr.Her.2.21.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1de pers. y anim. rápido en la carrera, rápido de pers. μηδενὶ οὕτω δρομικῷ ἔφη τῶν νέων ἐντετυχηκέναι Pl.Tht.148c, cf. R.613c, Arist.EN 1101b16, Luc.Anach.27, Philostr.Her.33.7, Polyaen.3.11.10, Ach.Tat.7.16.3, Plot.4.6.3, ἵν' αὐτὸς ᾖ δρομικώτερος para poder correr él más deprisa Chio 4.3
esp. agon. apto para la carrera, corredor οἷον πυκτικοὶ καὶ δρομικοὶ λέγονται Arist.Cat.9a19, cf. Rh.1361b24, ὁ δ. ἀθλητής Philostr.VS 554
de anim. equinos τῶν ... ἵππων αἱ μὴ ὀχευθεῖσαι δρομικώτεραι μᾶλλόν εἰσι Sor.1.9.11, cf. Plu.2.642b, Luc.Pr.Im.20, Ael.NA 16.9, Eus.M.23.181A, Hippiatr.115.2
fig., del sonido, la voz veloz Φήμη ... πνεύματος δρομικωτέρα Ach.Tat.6.10.4, δρομικὴ γλῶσσα ref. quienes difaman con facilidad, Phryn.PS 62.
2 de carreras a pie, pedestre δ. καὶ πελταστικὴ μάχη Plu.Phil.9, ἐν τοῖς δρομικοῖς ἀγῶσιν Alex.Aphr.in SE 91.6
propio de las carreras οἱ δρομικοὶ τῶν ἑρμῶν de las estatuas de corredores, Philostr.Her.12.4.
3 del servicio de postas, del correo (cf. δρόμος A I 4) ζῷα POxy.1913.46 (VI d.C.), cf. PLond.1347.4 (biz.).
II subst.
1 ὁ δρομικός = corredor τινὰ τοῦ πυκτικοῦ πρὸς τὸν δρομικὸν ... διαφοράν Plu.TG 2, cf. Basil.M.31.417A.
2 ἡ δρομική = capacidad de correr con rapidez Simp.in Cat.264.15, Elias in Cat.229.19, Phlp.in Cat.157.13.
3 τὸ δρομικόν = carrera terrestre de atletas τὰ δρομικὰ τοῦ πεντάθλου X.HG 7.4.29, τὰ δρομικὰ γυμναζομένους D.61.24, cf. Philostr.Gym.15, VA 2.6, τῷ δρομικῷ ἠγωνίσαντο D.C.67.8.1.
4 servicio de postas, correo ὑπηρέτης τοῦ δρομικοῦ, ὥς τινες λέγουσιν ἱπποκόμος Callinic.Mon.V.Hyp.28.8.
III adv. δρομικῶς = a la carrera δρομικῶς εἰς τὰς ναῦς ταχὺ πάλιν ἀποχωρεῖν Pl.Lg.706c, cf. Arr.Epict.1.4.20.

German (Pape)

[Seite 668] zum Laufen geeignet, schnell laufend; von Menschen, Plat. Theaet. 148 c; ἵπποι, Alc. I, 111 b u. A.; γλῶσσα, B. A. p. 35; τὰ δρομικά, der Wettlauf, Xen. Hell. 7, 4, 29, wie τὸ δρομικόν, D. Cass. 67, 8. – Adv., δρομικῶς, z. B. ἀποχωρεῖν, Plat. Legg. IV, 706 c.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
bon coureur, agile ; τὰ δρομικά XÉN courses, jeux.
Étymologie: δρόμος.

Russian (Dvoretsky)

δρομικός:
Iбыстро бегающий, быстроногий (ἵππος Plat.; ἀνήρ Arst., Plut.).
II ὁ Plut. = δρομεύς

Greek (Liddell-Scott)

δρομικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος εἰς τὸν δρόμον, ταχύς, Πλάτ. Θεαιτ. 148C. κτλ.· τὰ δρομικὰ τοῦ πεντάθλου, ὁ δρόμος, ἀγὼν τοῦ δρόμου, Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 29· τὰ δρ. γυμνάζεσθαι Δημ. 1408. 15· οὕτω, τὸ δρομικὸν Δίων Κ. 67. 8. ― Ἐπίρρ. -κως, Πλάτ. Νόμ. 760C.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM δρομικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δρόμο, στο τρέξιμο («δρομικό αγώνισμα»)
2. ο ικανός στο τρέξιμο, γοργοπόδαροςδρομικός σκύλος»)
νεοελλ.
φρ. α) «δρομικός λίθος ή πλίνθος» — αυτός που κατά την οικοδόμηση τοποθετείται με την επιμηκέστερη πλευρά προς τον τοίχο
β) «δρομικός τοίχος» — ο τοίχος στον οποίο οι λίθοι ή οι πλίνθοι είναι διατεταγμένοι κατά τον πιο πάνω τρόπο
γ) «δρομική στρώση» ή «δρομικό χτίσιμο» — αυτό που αποτελείται από δρομικούς λίθους ή πλίνθους
μσν.
φρ. «δρομικός ναός» — η βασιλική, ναός που στο εσωτερικό διαιρείται με σειρές κιόνων σε κλίτη ή δρόμους
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ δρομικόν ή τὰ δρομικά
αγώνας, διαγωνισμός δρόμου.

Greek Monotonic

δρομικός: -ή, -όν (δραμεῖν), καλός στο τρέξιμο, στον αγώνα δρόμου, γρήγορος, ταχύς· τὰ δρομικὰ τοῦ πεντάθλου, αγώνας δρόμου, σε Ξεν.

Middle Liddell

δρομικός, ή, όν adj δραμεῖν
good at running, swift, fleet, Plat.; τὰ δρομικὰ τοῦ πεντάθλου the race, Xen.