δυσγένεια
Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab
English (LSJ)
ἡ,
A low birth, S.OT1079, E.IA446, Pl.R. 618d (pl.), Cerc.17.36, Plu.2.1b, etc.
II meanness, E.HF663 (lyr.), Plu.Alex. 62.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 falta de nobleza, bajo nacimiento τὴν δυσγένειαν τὴν ἐμήν de Edipo, S.OT 1079, ἡ δ. ... ἔχει τι χρήσιμον E.IA 446, op. εὐγένεια E.Heracl.303, Pl.R.618d, Isoc.8.50, Cercidea 36, Chrysipp.Stoic.3.28, cf. Plu.2.1a, 35e, 187b, Alex.62, ἀδοξία καὶ πενία καὶ δ. Ph.1.514, cf. I.AI 15.81.
2 vileza, ruindad fig. δ. ἀνάκτων la peor ralea de príncipes dicho de Lico, E.HF 810, ἐν τῇ ψυχῇ Ph.2.442, δ. καὶ πονηρία Men.Fr.375.
German (Pape)
[Seite 677] ἡ, unedle Geburt; Soph. O. R. 1079; Eur. I. A. 446; Plat. Rep. X, 618 d u. Sp. – Übertr., unedle, niedrige Gesinnung, Plut. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 basse naissance;
2 fig. bassesse de sentiments.
Étymologie: δυσγενής.
Russian (Dvoretsky)
δυσγένεια: ἡ
1 тж. pl. низкое происхождение Soph., Eur., Plat., Plut.;
2 низменный образ мыслей, низость, неблагородство Eur., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
δυσγένεια: ἡ, ἡ ἐκ ταπεινῶν καταγωγή, Σοφ. Ο. Τ. 1079, Εὐρ. Ι. Α. 446, Πλάτ. Πολ. 618D. ΙΙ. ποταπότης, προστυχότης, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 663, πρβλ. Πλούτ. 2. 1B.
Greek Monolingual
δυσγένεια, η (Α)
1. άσημη καταγωγή, από ταπεινό γένος («τὴν δυσγένειαν τὴν ἐμὴν αἰσχύνεται», Σοφ.)
2. έλλειψη γενναιοφροσύνης, ποταπότητα, χαμέρπεια.
Greek Monotonic
δυσγένεια: ἡ,
I. ταπεινή καταγωγή, σε Σοφ. κ.λπ.
II. ποταπότητα, προστυχιά, σε Ευρ.
Middle Liddell
δυσγένεια, ἡ,
I. low birth, Soph., etc.
II. meanness, Eur. [from δυσγενής