εἰσαναβαίνω
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
English (LSJ)
go up to or into, Ἴλιον εἰσανέβησαν Il.6.74; εἰσαναβᾶσ' ὑπερώϊα Od.16.44†, cf. 19.602; so λέχος, ἀκτὴν εἰσαναβαίνειν, Il. 8.291, v.l. in 24.97; ἀκροτάταν εἰσαναβᾶσ' S.OT876 codd. (lyr.).
Spanish (DGE)
subir a c. ac. de direcc. Ἴλιον εἰσανέβησαν Il.6.74, ἥ κέν τοι ὁμὸν λέχος εἰσαναβαίνοι Il.8.291, cf. Hes.Th.57, 508, Fr.211.10, ὑπερώϊον εἰσαναβᾶσα subiendo al piso superior, Od.17.101, cf. 16.449, ἐς δ' ὑπερῷ' ἀναβᾶσα (tm.) Od.19.602, ἐπεὶ ... Ἠὼς ... οὐρανὸν εἰσαναβῇ Mimn.10.4, cf. Arat.32, ἀκροτάταν εἰσαναβᾶσ' S.OT 876 (cód.), ἄστυρον εἰσανέβαινεν Call.SHell.289.2, ἀκτὴν εἰσανέβαινον Il.18.68, cf. A.R.1.846, ἄκατον ref. la barca de los muertos AP 980.8 (Marc.Arg.), abs. Orph.L.170
•subir a, ascender a del alma, en epigr. funerar. ψυχ ὴ δ' αἰθέρα εἰσανέβη SEG 37.198 (Ática I a.C./II d.C.), cf. Corinth 8(3).658.5 (IV d.C.?).
German (Pape)
[Seite 740] (s. βαίνω), hinauf- u. hineinsteigen, -gehen; Ἴλιον, ὑπερῷον, Il. 6, 74 Od. 16, 449; ὅτε Ἴλιον εἰσανέβαινον Ἀργεῖοι 2, 172, nach Ilios hinauszogen; λέχος Il. 8, 291; Soph. O. R. 876, l. d.; Orac. bei Her. 1, 65; sp. D., bes. οὐρανόν, wie εἰσάνειμι, Ap. Rh. 1, 985 Qu. Sm. 7, 253.
French (Bailly abrégé)
monter dans ou sur, acc..
Étymologie: εἰς, ἀναβαίνω.
Russian (Dvoretsky)
εἰσαναβαίνω:
1 подниматься, всходить, взбираться (ὑπερώϊα Hom.; ἀκροτάταν Soph.);
2 отправляться (Ἴλιον Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
εἰσαναβαίνω: μέλλ. -βήσομαι, ἀνέρχομαι εἰς, ἀναβαίνω εἰς, ἢ εἰσέρχομαι εἰς, Ἴλιον εἰσανέβησαν Ἰλ. Ζ. 74· εἰσανεβᾶσ’ ὑπερῷα Ὀδ. Π. 449· ἐς δ’ ὑπερῷ’ ἀναβᾶσα Τ. 602· οὕτω, λέχος, ἀκτὴν εἰσαναβαίνειν Ἰλ. Θ. 291., Ω. 97· ἀκρότατον εἰσαναβᾶσ’ αἶπος (τὸ δὲ αἶπος προσέθηκεν ὁ Arndt, παραβάλων τὸ αἰπὺν ὄλεθρον) Σοφ. Ο. Τ. 876· ἀλλ’ ἴδε ἔκδ. Jebb, ὅστις παραδέχεται τὴν διόρθ. τοῦ Wolff: ἀκρότατα *γεῖσ’ ἀναβᾶσ’.
Greek Monolingual
εἰσαναβαίνω (Α)
ανεβαίνω μέσα («Ἴλιον εἰσανέβησαν», «ἐς δ' ὑπερῷ ἀναβᾱσα»).
Greek Monotonic
εἰσαναβαίνω: ανεβαίνω, ανέρχομαι ή εισέρχομαι, μπαίνω, με αιτ., σε Όμηρ.
Middle Liddell
to go up to or into, c. acc., Hom.