εἰσαναβαίνω

From LSJ

Γνῶμαι δ' ἀμείνους εἰσὶ τῶν γεραιτέρων → Consilia tutiora sunt, quae dant senes → Die Ansichten der Alten haben größren Wert

Menander, Monostichoi, 101
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσαναβαίνω Medium diacritics: εἰσαναβαίνω Low diacritics: εισαναβαίνω Capitals: ΕΙΣΑΝΑΒΑΙΝΩ
Transliteration A: eisanabaínō Transliteration B: eisanabainō Transliteration C: eisanavaino Beta Code: ei)sanabai/nw

English (LSJ)

go up to or into, Ἴλιον εἰσανέβησαν Il.6.74; εἰσαναβᾶσ' ὑπερώϊα Od.16.44†, cf. 19.602; so λέχος, ἀκτὴν εἰσαναβαίνειν, Il. 8.291, v.l. in 24.97; ἀκροτάταν εἰσαναβᾶσ' S.OT876 codd. (lyr.).

Spanish (DGE)

subir a c. ac. de direcc. Ἴλιον εἰσανέβησαν Il.6.74, ἥ κέν τοι ὁμὸν λέχος εἰσαναβαίνοι Il.8.291, cf. Hes.Th.57, 508, Fr.211.10, ὑπερώϊον εἰσαναβᾶσα subiendo al piso superior, Od.17.101, cf. 16.449, ἐς δ' ὑπερῷ' ἀναβᾶσα (tm.) Od.19.602, ἐπεὶ ... Ἠὼς ... οὐρανὸν εἰσαναβῇ Mimn.10.4, cf. Arat.32, ἀκροτάταν εἰσαναβᾶσ' S.OT 876 (cód.), ἄστυρον εἰσανέβαινεν Call.SHell.289.2, ἀκτὴν εἰσανέβαινον Il.18.68, cf. A.R.1.846, ἄκατον ref. la barca de los muertos AP 980.8 (Marc.Arg.), abs. Orph.L.170
subir a, ascender a del alma, en epigr. funerar. ψυχ ὴ δ' αἰθέρα εἰσανέβη SEG 37.198 (Ática I a.C./II d.C.), cf. Corinth 8(3).658.5 (IV d.C.?).

German (Pape)

[Seite 740] (s. βαίνω), hinauf- u. hineinsteigen, -gehen; Ἴλιον, ὑπερῷον, Il. 6, 74 Od. 16, 449; ὅτε Ἴλιον εἰσανέβαινον Ἀργεῖοι 2, 172, nach Ilios hinauszogen; λέχος Il. 8, 291; Soph. O. R. 876, l. d.; Orac. bei Her. 1, 65; sp. D., bes. οὐρανόν, wie εἰσάνειμι, Ap. Rh. 1, 985 Qu. Sm. 7, 253.

French (Bailly abrégé)

monter dans ou sur, acc..
Étymologie: εἰς, ἀναβαίνω.

Russian (Dvoretsky)

εἰσαναβαίνω:
1 подниматься, всходить, взбираться (ὑπερώϊα Hom.; ἀκροτάταν Soph.);
2 отправляться (Ἴλιον Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

εἰσαναβαίνω: μέλλ. -βήσομαι, ἀνέρχομαι εἰς, ἀναβαίνω εἰς, ἢ εἰσέρχομαι εἰς, Ἴλιον εἰσανέβησαν Ἰλ. Ζ. 74· εἰσανεβᾶσ’ ὑπερῷα Ὀδ. Π. 449· ἐς δ’ ὑπερῷ’ ἀναβᾶσα Τ. 602· οὕτω, λέχος, ἀκτὴν εἰσαναβαίνειν Ἰλ. Θ. 291., Ω. 97· ἀκρότατον εἰσαναβᾶσ’ αἶπος (τὸ δὲ αἶπος προσέθηκεν ὁ Arndt, παραβάλων τὸ αἰπὺν ὄλεθρον) Σοφ. Ο. Τ. 876· ἀλλ’ ἴδε ἔκδ. Jebb, ὅστις παραδέχεται τὴν διόρθ. τοῦ Wolff: ἀκρότατα *γεῖσ’ ἀναβᾶσ’.

Greek Monolingual

εἰσαναβαίνω (Α)
ανεβαίνω μέσα («Ἴλιον εἰσανέβησαν», «ἐς δ' ὑπερῷ ἀναβᾱσα»).

Greek Monotonic

εἰσαναβαίνω: ανεβαίνω, ανέρχομαι ή εισέρχομαι, μπαίνω, με αιτ., σε Όμηρ.

Middle Liddell

to go up to or into, c. acc., Hom.