εὐάροτος
Μηδέποτε πειρῶ δύο φίλων εἶναι κριτής → Ne recipe amicos inter arbitrium duos → Versuche nie, zu schlichten zweier Freunde Streit
English (LSJ)
[ᾰ], ον, (ἀρόω) well-ploughed or easy to be ploughed, A.R.2.810; ὀργάς AP6.41 (Agath.); αὖλαξ ib.9.347 (Leon.):—also εὐᾰροτρίαστος, ον, EM141.2.
German (Pape)
[Seite 1057] gut geackert, πεδίον Ap. Rh. 2, 810; ὀργάς Agath. 30 (VI, 41); χορεία Nonn. D. 11, 509.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
bien labouré, facile à labourer.
Étymologie: εὖ, ἀρόω.
Russian (Dvoretsky)
εὐάροτος: хорошо вспаханный или легкий для вспашки (ὀργάς Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐάροτος: -ον, (ἀρόω) καλῶς ἀροτριωθεῖσα ἢ εὐκόλως δυναμένη νὰ καλλιεργηθῇ, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 810, Ἀνθ. Π. 6. 41., 9. 347.
Greek Monolingual
εὐάροτος και εὐάροτρος, -ον (Α)
ο οργωμένος καλά ή αυτός που εύκολα μπορεί να καλλιεργηθεί («αὖλαξ εὐάροτος», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άροτος (< αρώ «οργώνω»)].
Greek Monotonic
εὐάροτος: -ον (ἀρόω), αυτός που είναι καλά οργωμένος ή αυτός που μπορεί να οργωθεί εύκολα, σε Ανθ.
Middle Liddell
εὐ-άροτος, ον ἀρόω
well-ploughed or easy to be ploughed, Anth.