εὐρύχορος

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐρῠ́χορος Medium diacritics: εὐρύχορος Low diacritics: ευρύχορος Capitals: ΕΥΡΥΧΟΡΟΣ
Transliteration A: eurýchoros Transliteration B: eurychoros Transliteration C: evrychoros Beta Code: eu)ru/xoros

English (LSJ)

εὐρύχορον, with broad places, spacious, Μυκαλησσός, Λακεδαίμων, Il.2.498, Od.15.1, etc.; Ἑλλάς Il.9.478; πτόλις, of Troy, Sapph.Supp.20a.12; Ἀσία, Λιβύα, Pi.O.7.18, P. 4.43; Ἄργος B.9.31; ἀγυιαί Pi.P.8.55, E.Ba.87 (lyr.), Orac. ap. D.21.52; οἶκος AP6.319 (Nicod.). (Prop. with broad dancing-places, cf. χορός; then a conventional epithet, perhaps connected by poets with χῶρος.)

German (Pape)

[Seite 1096] entweder von χορός, weitchörig, mit weiten Plätzen für große Chöre, Schol. Od. 6, 4, ἐν ᾑ ἔστιν εὐρὺ χορεύειν, od. wahrscheinlicher mit den Alten von χῶρος, wie καλλίχορος, so Ἑλλάς Il. 9, 474, wie Ep. ad. 144 (App. 168); Μυκαλησσός Il. 2, 498; Λακεδαίμων Od. 15, 1; ἄστυ 24, 468; Ἀσία Pind. Ol. 7, 18; Λιβύη P. 4, 43; Σπάρτη N. 10, 52; ἀγυιαί P. 8, 57, wie Eur. Bacch. 87; Κόρινθος Anacr. ep. 2 (VI, 135); Τεγέα Anyt. 2 (VI, 153); οἶκος Nicodem. 6 (VI, 319).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au large emplacement, vaste, spacieux.
Étymologie: p. εὐρύχωρος de εὐρύς, χώρα.

Russian (Dvoretsky)

εὐρύχορος:
1 обширный (Λακεδαίμων Hom.; Λιβύη Pind.);
2 широкий (ἀγυιαί Pind., Eur.);
3 просторный, большой (οἶκος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐρύχορος: -ον, πλατύς, μέγας, Ὁμ. ἐπίθ. μεγάλων πόλεων, εὐρύχορον Μυκαλησσόν Ἰλ. Β. 498, Ὀδ. Ο. 1, κτλ.· τῆς Ἐλλάδος, δι᾿ Ἑλλάδος εὐρυχόροιο Ἰλ. Ι. 478· τῆς Ἀσίας, τῆς Λιβύης, Πίνδ. Ο. 7. 34, Π. 4. 76· ἀγυιαὶ ὁ αὐτ. ἐν Π. 8. 77, Εὐρ. Βάκχ. 87, Χρησμ. παρὰ Δημ. 531. 7· οἶκος Ἀνθ. Π. 6. 319. ― Εἶναι Ἐπικ. τύπος τοῦ εὐρύχωρος, μετὰ βραχείας παραληγούσης χάριν τοῦ μέτρου, ὡς ἐν τῷ καλλίχορος, ἴδε Nitzsch ἐν Ὀδ. Ζ. 4, Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτ. ἐν λέξ. χορός· ἀλλ᾿ ἀπαντᾷ ἅπαξ παρ’ Εὐρ., καὶ ἐν πεζῇ τινι Ἀττ. Ἐπιγραφ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. (ἐν ταῖς προσθήκαις) 175b.

English (Autenrieth)

(if from χορός) with broad dancing-places or lawns; (if from χῶρος) spacious; epithet of lands and cities.

English (Slater)

εὐρῠχορος, -ον broad for dancing, spacious Ἀσίας εὐρυχόρου (O. 7.18) “Λιβύας εὐρυχόρου” (P. 4.43) Ἄβαντος εὐρυχόρους ἀγυιάς” (Mosch: -χόρου, -χώρους codd.) (P. 8.55) εὐρυχόρου ταμίαι Σπάρτας (N. 10.52)

Greek Monolingual

εὐρύχορος, -ον (Α)
πλατύς, μεγάλος (α. «εὐρύχορον Μυκαλησσόν» β. «δι' Ἑλλάδος εὐρυχόροιο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Επικ. τ. του ευρύ-χωρος].

Greek Monotonic

εὐρύχορος: -ον, Επικ. αντί εὐρύ-χωρος, πλατύς, απλόχωρος, λέγεται για πόλεις, σε Όμηρ. κ.λπ.· πρβλ. καλλίχορος.

Middle Liddell

εὐρύ-χορος, ον [epic for εὐρύχωρος,]
with broad places, spacious, of cities, Hom., etc.: cf. καλλίχορος.