εὔτορνος
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
English (LSJ)
εὔτορνον,
A well-turned, rounded, circular, E.Tr.1197, Lyc.664.
2 easy to turn, of wood, Thphr. HP5.6.4 (Comp.), 5.6.2 (Sup.).
German (Pape)
[Seite 1103] dasselbe, ἴτυος ἐν εὐτόρνοισι περιδρόμοις Eur. Τr. 1197; auch = gut, leicht zu drechseln, Theophr.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 bien travaillé au tour;
2 facile à travailler au tour.
Étymologie: εὖ, τόρνος.
Russian (Dvoretsky)
εὔτορνος: хорошо обточенный, т. е. красиво закругленный (περίδρομοι Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
εὔτορνος: -ον, καλῶς τετορνευμένος, στρογγυλός, κυκλοτερής, Εὐριπ. Τρῳ. 1197, Λυκόφρ. 664. 2) εὐκόλως τορνευόμενος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 6, 4.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὔτορνος, -ον)
αυτός που είναι καλά τορνευμένος, καλά στρογγυλεμένος, ο τορνευτός
αρχ.
(για ξύλο) αυτό που στρογγυλεύεται εύκολα, το ευκολοτόρνευτο, το ευστρογγύλωτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τόρνος.
Greek Monotonic
εὔτορνος: -ον, αυτός που έχει τορνευτεί καλά, στρογγυλός, κυκλικός, κυκλοτερής, σε Ευρ.