εὔτορνος

From LSJ

ἅπανθ' ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται· κοὐκ ἔστ' ἄελπτον οὐδέν, ἀλλ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες. → Long, unmeasurable Time brings to light everything unseen and hides what has been apparent. Nothing is beyond hope; even the fearsome oath and the most stubborn will is overcome. | All things long and countless time brings to birth in darkness and covers after they have been revealed! Nothing is beyond expectation; the dread oath and the unflinching purpose can be overcome.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔτορνος Medium diacritics: εὔτορνος Low diacritics: εύτορνος Capitals: ΕΥΤΟΡΝΟΣ
Transliteration A: eútornos Transliteration B: eutornos Transliteration C: eytornos Beta Code: eu)/tornos

English (LSJ)

εὔτορνον,
A well-turned, rounded, circular, E.Tr.1197, Lyc.664.
2 easy to turn, of wood, Thphr. HP5.6.4 (Comp.), 5.6.2 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 1103] dasselbe, ἴτυος ἐν εὐτόρνοισι περιδρόμοις Eur. Τr. 1197; auch = gut, leicht zu drechseln, Theophr.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 bien travaillé au tour;
2 facile à travailler au tour.
Étymologie: εὖ, τόρνος.

Russian (Dvoretsky)

εὔτορνος: хорошо обточенный, т. е. красиво закругленный (περίδρομοι Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔτορνος: -ον, καλῶς τετορνευμένος, στρογγυλός, κυκλοτερής, Εὐριπ. Τρῳ. 1197, Λυκόφρ. 664. 2) εὐκόλως τορνευόμενος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 6, 4.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὔτορνος, -ον)
αυτός που είναι καλά τορνευμένος, καλά στρογγυλεμένος, ο τορνευτός
αρχ.
(για ξύλο) αυτό που στρογγυλεύεται εύκολα, το ευκολοτόρνευτο, το ευστρογγύλωτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τόρνος.

Greek Monotonic

εὔτορνος: -ον, αυτός που έχει τορνευτεί καλά, στρογγυλός, κυκλικός, κυκλοτερής, σε Ευρ.

Middle Liddell

εὔ-τορνος, ον
well-turned, rounded, circular, Eur.