ιθυσκόλιος

From LSJ

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source

Greek Monolingual

ἰθυσκόλιος, -ον (Α)
(για τη σπονδυλική στήλη) αυτός που είναι κυρτός κατά τη μία διεύθυνση και ευθύς κατά την άλλη, αυτός που φαίνεται ίσιος από μπροστά και κυρτός από τα πλάγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + σκολιός «κυρτός»].