καλοποιέω
Ἐκ τῶν γυναικῶν ὄλλυται κόσμος μέγας → Magna ornamenta pereunt propter mulieres → Zum Opfer fällt den Frauen eine Menge Schmuck
English (LSJ)
do good, 2 Ep.Thess.3.13, Ph.1.698, Gp.2.22.3.
German (Pape)
[Seite 1313] schön, gut handeln, N.T.
French (Bailly abrégé)
καλοποιῶ :
faire le bien, faire du bien.
Étymologie: καλός, ποιέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καλοποιέω [καλός, ποιέω] weldoen.
Russian (Dvoretsky)
κᾰλοποιέω: творить добро NT.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰλοποιέω: ποιῶ τὸ καλόν, καλοποιοῦντες Β΄ Ἐπιστ. π. Θεσσ. γ΄, 13, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ κακοποιῶ, Ἐτυμ. Μ. 189. 24· ― καλοποιΐα, ἡ, εὐποιΐα, Θεόφιλ. πρὸς Αὐτόλυκ. 1.5· ― καλοποιός, όν, ὁ ποιῶν τὸ καλόν, ἀγαθοποιός, μετὰ γεν., τὸ δίκαιον καλ. τῆς ψυχῆς Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Ἀλκ. 1.327.
English (Strong)
from καλός and ποιέω; to do well, i.e. live virtuously: well doing.
English (Thayer)
καλοποιῶ; (equivalent to καλῶς ποιῶ, cf. Lob. ad Phryn., p. 199f (Winer's Grammar, 25)); to do well, act uprightly: Etym. Magn. 189,24; (Ald. (as quoted in) Philo de somn. l. ii. § 44).)
Greek Monotonic
κᾰλοποιέω: μέλ. -ήσω, κάνω το καλό, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
κᾰλο-ποιέω, fut. -ήσω
to do good, NTest.
Chinese
原文音譯:kalopoišw 卡羅-拍誒哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:完美的-行
字義溯源:行好,行善;由(καλός)*=美好的)與(ποιέω)*=行)組成
出現次數:總共(1);帖後(1)
譯字彙編:
1) 行善(1) 帖後3:13