καρυκοποιέω
From LSJ
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
English (LSJ)
make a rich sauce (καρύκη), Ar.Eq.343.
German (Pape)
[Seite 1331] die leckere Brühe καρύκη zubereiten, Ar. Equ. 343.
French (Bailly abrégé)
καρυκοποιῶ :
faire un civet, un ragoût.
Étymologie: καρύκη, ποιέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καρυκοποιέω [καρύκη, ποιέω] saus maken.
Russian (Dvoretsky)
κᾰρῡκοποιέω: приготовлять изысканные блюда Arph.
Greek Monotonic
κᾰρῡκοποιέω: μέλ. -ήσω, φτιάχνω την καρύκην ή μια πλούσια σάλτσα, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰρῡκοποιέω: ποιῶ, παρασκευάζω καρύκην (σάλτσαν), Ἀριστοφ. Ἱππ. 343.