κατασπουδάζομαι
Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott
English (LSJ)
(with aor.and pf. Pass.),
A to be earnest, serious, Hdt.2.173; οὐδαμῶς κατεσπουδασμένος ἀνήρ ib. 174; κατεσπουδασμέναι δεήσεις D.H.11.61, cf. 4.67:—later in Act., ἐὰν αὐτός τις… φαίνηται -εσπουδακώς Phld.Mort.31: also c. dat., take a serious interest in, βλαβεροῖς κ. Id.Mus.p.56 K.: abs., Apollon.Lex. s.v. ἐπείγετον.
II as Pass., to be troubled, LXX Jb.23.15, Aq.2 Ki.4.1, al.
2 to be oppressed, ὑπὸ μειζόνων Vett. Val.254.16.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-σπουδάζομαι med.: serieus bezig zijn:. κατεσπουδασμένος ἀνήρ een serieus man Hdt. 2.174.1.
Russian (Dvoretsky)
κατασπουδάζομαι: заниматься (серьезными) делами: οὐδαμῶς κατεσπουδασμένος ἀνήρ Her. человек без серьезных занятий.
Greek Monolingual
κατασπουδάζομαι (AM)
φροντίζω, ενδιαφέρομαι σοβαρά για κάτι
αρχ.
1. καταγίνομαι σε σπουδαία έργα, είμαι σπουδαίος, σοβαρός
2. παθ. α) ταράζομαι
β) καταπιέζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + σπουδάζομαι «φροντίζω σοβαρά»].
Greek Monotonic
κατασπουδάζομαι: αποθ., με αόρ. αʹ και Παθ. παρακ., είμαι πολύ σοβαρός ή ευσυνείδητος, ειλικρινής, σε Ηρόδ.· οὐδαμῶς κατεσπουδασμένος ἀνήρ, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
κατασπουδάζομαι: ἀποθ. ἀόρ. κατεσπουδασάμην καὶ πρκμ. κατεσπούδασμαι· εἰς σπουδαῖα ἔργα καταγίνομαι, λίαν σπουδάζω, εἶμαι σοβαρός, εἰ ἐθέλοι κατεσπουδάσθαι Ἡρόδ. 2. 173· οὐδαμῶς κατεσπουδασμένος ἀνήρ αὐτόθι 174· κατεσπουδασμένας τὰς δεήσεις ποιεῖσθαι, μετὰ μεγάλης σπουδῆς δέεσθαι, Διον. Ἁλ. 11. 61, πρβλ. 4. 67.- Τὸ ἐνεργ., ἐν τῷ Ἀπολλ. Λεξ. ἐπείγουσι καὶ κατασπουδάζουσι· καὶ παρὰ τῷ Γρηγ. Ναζ. κατεσπουδάσαμεν τοῦ υἱοῦ, ὑπὲρ τοῦ υἱοῦ ἐδείξαμεν πᾶσαν σπουδήν.
Middle Liddell
with aor1 and perf. pass.]
Dep., to be very earnest or serious, Hdt.; οὐδαμῶς κατεσπουδασμένος ἀνήρ Hdt.