κοινόπους
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
ὁ, ἡ, κοινόπουν, τό, gen. ποδος, of common foot, κοινόπους παρουσία, i.e. the arrival of persons all together, S.El. 1104.
German (Pape)
[Seite 1468] ποδος, gemeinsames Fußes, d. i. zugleich ankommend, ἡμῶν κοινόπουν παρουσίαν Soph. El. 1093, = ἥμᾶς κοινῇ παρόντας.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν ; gén. όποδος
qui s'avance ou se présente en même temps.
Étymologie: κοινός, πούς.
Russian (Dvoretsky)
κοινόπους: (acc. πουν) adj. одновременно являющийся: τίς φράσειεν ἂν ἡμῶν κοινόπουν παρουσίαν; Soph. кто мог бы доложить о том, что все мы здесь?
Greek (Liddell-Scott)
κοινόπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ διὰ κοινοῦ ποδός, κοινῆς πορείας ἐλθών, κ. παρουσία, ἡ ἄφιξις πολλῶν ὁμοῦ προσώπων, Σοφ. Ἠλ. 1104.
Greek Monolingual
κοινόπους, -ουν (Α)
αυτός που ήλθε μετά από κοινή πορεία, ταυτόχρονα, κάνοντας κοινό ταξίδι με άλλους («κοινόπουν παρουσίαν» — ταυτόχρονη άφιξη πολλών ατόμων, Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + πούς (πρβλ. ισχνόπους, πλατύπους)].
Greek Monotonic
κοινόπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, αυτός που έχει κοινό ποδί, κ. παρουσία, δηλ. η κοινή άφιξη προσώπων, σε Σοφ.
Middle Liddell
κοινό-πους,
of common foot, κ. παρουσία, i. e. the arrival of persons all together, Soph.