λεβηρίς
οὐκ ἔστιν χαίρειν τοῖς ἀσεβέσιν → no rest for the wicked, no peace to the wicked
English (LSJ)
-ίδος, ἡ,
A skin or slough of serpents, Hp.Mul.1.78, 2.191, J. AJ3.7.2; of beans, shell, Hsch.: prov., κενότερος λεβηρίδος Stratt. 10 D.; so τυφλότερος λ. Ar.Fr.35; λεπτότερον τὸ δέρμα λεβηρίδος Alciphr.3.19.
II rabbit (cf. λέπορις) Str.3.2.6; Massiliote word acc. to Polemarch. ap. Erot.
III a bird of ill-omen, Phot.
German (Pape)
[Seite 21] ίδος, ἡ, Schale, Hülse von Früchten, z. B. κυάμου, Hesych. – Die abgestreifte Haut der Schlangen, sonst γῆρας, D. C. 61, 2; auch von Insekten, wie von der τέττιξ, VLL.; davon sprichwörtlich γυμνότερος λεβηρίδος, Diogen. 3, 73 Zen. 2, 95, u. κενώτερος λεβηρίδος, Ath. VIII, 362 b. Vgl. noch Alciphr. 3, 19, λεπτότερόν μοι τὸ δέρμα λεβηρίδος, u. sonst bei Sp. – Bei Strab. 3, 2, 6 Kaninchen, wo man λεπορίδες vermuthet hat, Kramer aber die Leseart der codd. durch Eust. ad D. Per. 457 u. Erot. voc. Hippoer. p. 244 vertheidigt.
French (Bailly abrégé)
(ἡ) :
lapin, animal.
Étymologie: DELG mot pê ibère, cf. lat. lepus.
Russian (Dvoretsky)
λεβηρίς: ίδος (ῐδ) ἡ сброшенная змеей старая кожа, линовище Arph.
Greek (Liddell-Scott)
λεβηρίς: -ίδος, ἡ, τὸ δέρμα ἢ ὑποκάμισον τοῦ ὄφεως τὸ λεγόμενον καὶ γῆρας, Ἱππ. 645. 41., 667. 11· ἐπὶ ἐντόμων, κτλ. Φώτ.· «τὸ λέπος τοῦ κυάμου» Ἡσύχ.· - παροιμ., κενότερος λεβηρίδος Ἀθήν. 362Β· οὕτω, τυφλότερος λ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 102, πρβλ. Ἀλκίφρ. 3. 12. 2) ζώνη ὁμοία πρὸς δέρμα ὄφεως, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰουδ. 3. 7. 2. ΙΙ. κόνικλος, (πρβλ. λέπορις) Στράβ. 114· Μασσαλιωτικὴ λέξις κατὰ τὸν Πηλέμαχον (;) παρ’ Ἐρωτιαν. 244. (Πιθανῶς ἐκ τοῦ λέπω, συγγενὲς τῷ λέπυρον, λόπος. περὶ τῆς ἐναλλαγῆς τοῦ β καὶ π, ἴδε Κουρτ. Gr. Et. σ. 528.)
Greek Monolingual
(I)
λεβηρίς, -ίδος, ἡ (Α)
1. δέρμα φιδιού
2. (κατά τον Ησύχ.) «τὸ λέπος τοῦ κυάμου».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λέβος (παρλλ. τ. του λοβός) + -ηρίς (πρβλ. ἔτος: τρι-ετ-ηρίς, επ-ετ-ηρίς)].
(II)
λεβηρίς, -ίδος, ἡ (Α)
κουνέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., πιθ. ιβηρικής προελεύσεως (πρβλ. λατ. lepus «λαγός», laurex «κουνελάκι»)].
(III)
λεβηρίς, -ίδος, ἡ (ΑM)
είδος δυσοίωνου πτηνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].
Frisk Etymological English
1 -ίδος
Grammatical information: f.
Meaning: skin or slough of serpents (Hp., J.), acc. to H. also = τὸ λέπος τοῦ κυάμου; proverbially of empty or thin objects (com.), cf. H. τινες δε ἄνδρα λέβηριν γενέσθαι πτωχόν.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Comparing τρι-ετ-ηρίς a. o. (s. ἔτος) an σ-stem *λέβος was supposed beside λοβός (s. v.), s. Schwyzer Glotta 5, 196f. - Here also (through cross) λέβινθοι (cod. -ίνθιοι) ἐρέβινθοι H.; s. also λεβίας and λέβης. - On the island-name Λέβινθος Heubeck Beitr. z. Namenforsch. 1, 271 n 4. - The IE analysis seems misplaced, as it is rather a Pre-Greek word.
2
Grammatical information: f.
Meaning: rabbit (Str. 3, 2, 6); after Polemarch. ap. Erot. Massaliotic.
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Iberia
Etymology: Like Lat. lepus and laurex of Iberian origin, s.W. -Hofmann s. vv. w. lit. Cf. Fur. 347.
Frisk Etymology German
λεβηρίς: 1. -ίδος
{lebērís}
Grammar: f.
Meaning: abgezogene Schlangenhaut (Hp., J.), nach H. auch = τὸ λέπος τοῦ κυάμου; sprichwörtlich von leeren od. dünnen Gegenständen (Kom. u. a.), vgl. H. τινὲς δὲ ἄνδρα λέβηριν γενέσθαι πτωχόν.
Etymology: Bildung wie τριετηρίς u. a. (s. ἔτος), somit einen σ-Stamm *λέβος neben λοβός (s. d.) voraussetzend. s. Schwyzer Glotta 5, 196f. — Hierher noch (durch Kreuzung) λέβινθοι (cod. -ίνθιοι)· ἐρέβινθοι H. (unhaltbar v. Windekens Beitr. z. Namenforsch. 6, 115ff.); s. auch λεβίας und λέβης. — Über den Inselnamen Λέβινθος Heubeck Beitr. z. Namenforsch. 1, 271 A 4; auch (wenig überzeugend) Carnoy Ant. class. 24, 19.
Page 2,93-94
2.
{lebērís}
Grammar: f.
Meaning: Kaninchen (Str. 3, 2, 6); nach Polemarch. ap. Erot. massaliotisch.
Etymology: Wie lat. lepus und laurex iberischer Herkunft, s.W. -Hofmann s. vv. m. Lit. Nach Carnoy Rev. belge 33, 597ff. protoidg.
Page 2,94