λύσιος
ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small
English (LSJ)
[ῡ], α, ον, (λύσις) releasing, delivering, λύσιοι θεοί the gods who deliver from curse or sin, Pl.R. 366a; esp. Λύσιος, as epithet of Dionysus, Plu.2.613c, Corn.ND30, Orph.H.50.2, cf. Paus.9.16.6; λύσιοι τελεταί, of Dionysus Λύσιος, Phot. s. h. v.; also Λύσειος, Orph. H.42.4; voc. Λυσεῦ, ib.52.2 (Κισσεῦ Lobeck).
German (Pape)
[Seite 72] lösend; θεοὶ λύσιοι, die vom Fluche lösenden, entsühnenden Götter, Plat. Rep. II, 366 a; bes. Bacchus heißt so, Orph. Hymn. 49, 2; Plut. Symp. 3, 6 u. 7 a. E. Vgl. λυαῖος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui relâche ou affaiblit les membres.
Étymologie: λύω.
Russian (Dvoretsky)
λύσιος: (ῡ)
1 освобождающий (от проклятия), прощающий (θεοί Plat.);
2 отгоняющий заботы, дающий забвение (Βάκχος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
λύσιος: [ῡ] α, ον, (λύσις) ὁ ἀπολύων, ἐλευθερώνων, ἀπολυτρώνων, λύσιοι θεοί, οἱ θεοὶ οἱ ἀπολυτροῦντες ἀπὸ κατάρας ἢ ἁμαρτίας, Πλάτ. Πολ. 366Α· μάλιστα ὡς ἐπίθετον τοῦ Βάκχου, Διόνυσος Λύσιος, Πινδ. Ἀποσπ. 124, Πλούτ. 2. 613C, κτλ., Ὀρφ. Ὕμν. 49. 2, πρβλ. Παυσ. 9. 16, 6· ὡσαύτως Λύσειος, Ὀρφ. Ὕμν 41. 4· κλητ. Λυσεῦ, αὐτόθι 51. 2, ἔνθα ὁ Λοβ. προτείνει Κισσεῦ.
Greek Monolingual
λύσιος, -ία, -ον, αρσ. και λύσειος (Α)
1. αυτός που λυτρώνει κάποιον από ένα κακό («λύσιοι θεοί», Πλάτ.)
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Λύσιος
επίκληση του Διονύσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύσις + κατάλ. -ιος (πρβλ. θαλάσσιος)].
Greek Monotonic
λύσιος: [ῦ], -α, -ον (λύσις), αυτός που ελευθερώνει, που απολυτρώνει, σε Πλάτ.
Middle Liddell
λῠ́σιος, η, ον λύσις
releasing, delivering, Plat.