μετακόσμησις
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A new arrangement, change of condition, Pl.Lg. 892a; μ. νεανική… περὶ τὰ ζῷα Phld.D.3.12; ἡ τῶν ἐδεστῶν τάξις καὶ μ. Plu.2.733f, cf. Nic.Dam.31 J.
2 generally, conversion, change of character, Plu.2.75e.
German (Pape)
[Seite 148] ἡ, das Umordnen, Umgestalten; καὶ μεταβολή, Plat. Legg. X, 892 a; Plut. Sull. 7.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de mettre dans un autre ordre, arrangement nouveau, changement.
Étymologie: μετακοσμέω.
Russian (Dvoretsky)
μετακόσμησις: εως ἡ переустройство, перестройка, преобразование (μ. καὶ μεταβολή Plat., Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
μετακόσμησις: -εως, ἡ, νέα διακόσμησις, μεταβολή, ἀλλοίωσις καταστάσεως, Πλάτ. Νόμ. 892Α. 2) καθόλου, μετατροπή, ἀλλοίωσις, μεταμόρφωσις, Πλούτ. 2. 75Ε.
Greek Monolingual
μετακόσμησις, ἡ (Α) μετακοσμώ
1. μεταβολή, αλλαγή κατάστασης, νέα κατάταξη, νέα διάταξη, μεταρρύθμιση
2. μετατροπή, μεταμόρφωση, αλλαγή χαρακτήρα («γενόμενος κατ' εὐχῆν ἀνὴρ ἐκ γυναικὸς ἀγνοῆσαι τὴν μετακόσμησιν», Πλούτ.).