πάγχρηστος

From LSJ

λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάγχρηστος Medium diacritics: πάγχρηστος Low diacritics: πάγχρηστος Capitals: ΠΑΓΧΡΗΣΤΟΣ
Transliteration A: pánchrēstos Transliteration B: panchrēstos Transliteration C: pagchristos Beta Code: pa/gxrhstos

English (LSJ)

πάγχρηστον, good for all work, ἄγγος Ar.Ach.936; κτῆμα X.Mem.2.4.5: πάγχρηστον, τό, name of various remedies, Gal.12.756, 13.101, Orib.Fr.97.

German (Pape)

[Seite 436] ganz, zu Allem brauchbar; πάγχρηστον ἄγγος ἔσται, Ar. Ach. 936; κτῆμα, Xen. Mem. 2, 4, 5; Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout à fait utile, utile à tout.
Étymologie: πᾶς, χρηστός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάγχρηστος -ον [πᾶς, χρηστός] bruikbaar voor alles.

Russian (Dvoretsky)

πάγχρηστος:
1 годный для всего (ἄγγος Arph.);
2 полезный во всех отношениях (κτῆμα Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

πάγχρηστος: -ον, πρὸς πᾶν ἢ πρὸς πάντα χρήσιμος, ἄγγος Ἀριστοφ. Ἀχ. 936· κτῆμα Ξενοφ. Ἀπομν. 2. 4, 5· ― ὡσαύτως ἐπιρρ. παγχρησίμως. Εὐσ. Maii Coll nov. Vat. τ. 1, σ. 3.

Greek Monolingual

πάγχρηστος, -ον (ΑΜ)
μσν.
το αρσ. ως ουσ.πάγχρηστος
φαρμακευτικό παρασκεύασμα
αρχ.
1. ο χρήσιμος σε καθετί, σε όλα («πάγχρηστον ἄγ
γος ἔσται», Αριστοφ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πάγχρηστον
ονομασία διαφόρων φαρμάκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + χρηστός.

Greek Monotonic

πάγχρηστος: -ον, καλός για όλες τις δουλειές, σε Αριστοφ., Ξεν.

Middle Liddell

πάγ-χρηστος, ον,
good for all work, Ar., Xen.