πάναβρος

From LSJ

πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάναβρος Medium diacritics: πάναβρος Low diacritics: πάναβρος Capitals: ΠΑΝΑΒΡΟΣ
Transliteration A: pánabros Transliteration B: panabros Transliteration C: panavros Beta Code: pa/nabros

English (LSJ)

[πᾰ], ον quite or very soft, Luc.Rh.Pr.11.

German (Pape)

[Seite 455] ganz, sehr weichlich, Sardanapal, Luc. rhet. praec. 11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout à fait efféminé.
Étymologie: πᾶν, ἁβρός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάναβρος -ον [πᾶς, ἁβρός] zeer delicaat.

Russian (Dvoretsky)

πάναβρος: крайне изнеженный (Σαρδανάπαλος Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

πάναβρος: -ον, λίαν ἢ παντελῶς ἁβρός, μαλακός, Λουκ. Ρητόρων διδάσκ. 11.

Greek Monolingual

πάναβρος, -ον (Α)
πάρα πολύ αβρός, μαλακότατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἀβρός].

Greek Monotonic

πάναβρος: -ον, αρκετά ή πολύ μαλακός, σε Πλούτ.

Middle Liddell

πάν-αβρος, ον,
quite or very soft, Luc.