πάντροπος
Ἐν τοῖς κακοῖς δὲ τοὺς φίλους εὐεργέτει → Bene fac amicis, res habent quorum male → Im Unglück aber tue deinen Freunden wohl
English (LSJ)
πάντροπον,
A all-routed, tumultuous, π. φυγᾷ ib.953 (lyr.).
II assuming all modes of existence, Dam. Pr.13.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui fait fuir tout le monde.
Étymologie: πᾶν, τρέπω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάντροπος -ον [πᾶς, τρέπω] die ieder doet vluchten:. παντρόπῳ φυγᾷ in totale vlucht Aeschl. Sept. 955.
German (Pape)
ganz gewendet, τετραμμένου παντρόπῳ φυγᾷ γένους, Aesch. Spt. 936.
Russian (Dvoretsky)
πάντροπος: полностью обращенный: τετραμμένος παντρόπῳ φυγᾷ Aesch. бежавший без оглядки.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που κατατροπώθηκε
2. αυτός που αποδέχεται όλους τους τρόπους της ύπαρξης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + τρόπος (πρβλ. πολύτροπος)].
Greek Monotonic
πάντροπος: -ον (τρέπω), αυτός που στρέφεται εξολοκλήρου, που τρέπεται ολόκληρος σε φυγή, θορυβώδης, ταραχώδης, αυτός που έχει κατατροπωθεί ολοκληρωτικά, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
πάντροπος: -ον, ὅλος τραπεὶς εἰς φυγήν, ὁ παντελῶς κατατροπωθείς, τετραμμένου παντρόπῳ φυγᾷ γένους Αἰσχύλ. Θήβ. 955.
Middle Liddell
πάν-τροπος, ον, τρέπω
all-routed, tumultuous, Aesch.