πάντροπος

From LSJ

Ἐν τοῖς κακοῖς δὲ τοὺς φίλους εὐεργέτει → Bene fac amicis, res habent quorum male → Im Unglück aber tue deinen Freunden wohl

Menander, Monostichoi, 147
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάντροπος Medium diacritics: πάντροπος Low diacritics: πάντροπος Capitals: ΠΑΝΤΡΟΠΟΣ
Transliteration A: pántropos Transliteration B: pantropos Transliteration C: pantropos Beta Code: pa/ntropos

English (LSJ)

πάντροπον,
A all-routed, tumultuous, π. φυγᾷ ib.953 (lyr.).
II assuming all modes of existence, Dam. Pr.13.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fait fuir tout le monde.
Étymologie: πᾶν, τρέπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάντροπος -ον [πᾶς, τρέπω] die ieder doet vluchten:. παντρόπῳ φυγᾷ in totale vlucht Aeschl. Sept. 955.

German (Pape)

ganz gewendet, τετραμμένου παντρόπῳ φυγᾷ γένους, Aesch. Spt. 936.

Russian (Dvoretsky)

πάντροπος: полностью обращенный: τετραμμένος παντρόπῳ φυγᾷ Aesch. бежавший без оглядки.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που κατατροπώθηκε
2. αυτός που αποδέχεται όλους τους τρόπους της ύπαρξης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + τρόπος (πρβλ. πολύτροπος)].

Greek Monotonic

πάντροπος: -ον (τρέπω), αυτός που στρέφεται εξολοκλήρου, που τρέπεται ολόκληρος σε φυγή, θορυβώδης, ταραχώδης, αυτός που έχει κατατροπωθεί ολοκληρωτικά, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

πάντροπος: -ον, ὅλος τραπεὶς εἰς φυγήν, ὁ παντελῶς κατατροπωθείς, τετραμμένου παντρόπῳ φυγᾷ γένους Αἰσχύλ. Θήβ. 955.

Middle Liddell

πάν-τροπος, ον, τρέπω
all-routed, tumultuous, Aesch.