παμπληθεί
English (LSJ)
Adv. with the whole multitude, Ev. Luc.23.18, D.C.75.9.
German (Pape)
[Seite 454] mit der ganzen Menge; N.T.; Dio Cass. 75, 9 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec toute la multitude, en foule.
Étymologie: πᾶν, πλῆθος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παμπληθεί [παμπληθής] adv., met zijn allen.
Russian (Dvoretsky)
παμπληθεί: adv. всей толпой (ἀνέκραγον π. λέγοντες NT).
English (Strong)
dative case (adverb) of a compound of πᾶς and πλῆθος; in full multitude, i.e. concertedly or simultaneously: all at once.
Greek Monolingual
παμπληθεί (Α)
επίρρ. όλο μαζί το πλήθος («ἀνέκραξαν δὲ παμπληθεί λέγοντες», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παμπληθής + επιρρμ. κατάλ. -εί (πρβλ. ουδαμεί)].
Greek Monotonic
παμπληθεί: επίρρ., με όλο το πλήθος, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
παμπληθεί: Ἐπίρρ., ὡς τὸ πανδημεί, σὺν παντὶ τῷ πλήθει, Εὐαγγ. κ. Λουκ. κγ΄, 18, Δίων Κ. 75. 9, κτλ.
Middle Liddell
with the whole multitude, NTest. [from παμπληθής
Chinese
原文音譯:pamplhqe⋯ 旁-普累帖
詞類次數:副詞(1)
原文字根:每一-滿的
字義溯源:一齊,所有的群眾,同時;由(πᾶς)*=一切,所有)與(πλῆθος)=完全,群眾)組成;其中 (πλῆθος)出自(πίμπλημι)*=充滿)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 一齊(1) 路23:18