παντευχία
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
English (LSJ)
ἡ, = πανοπλία (for which it is v.l. in LXX 4 Ma.3.12), complete armour, Pherecyd.158 J., E.Heracl.787; ὅπλων π. ib.720; πολέμιον παντευχίαν enemies in full array, Id.Supp.1192; παντευχίαν δὲ τοῦ θεοῦ… λαβεῖν his panoply, Aristomen.5; ξὺν, ἐν παντευχίᾳ, in full armour, A.Th.31, Fr.304.3: pl., Phld.Hom.p.58 O.
German (Pape)
[Seite 463] ἡ, = πανοπλία, volle Waffenrüstung; σοῦσθε σὺν παντευχίᾳ, Aesch. Spt. 31; frg. 300; Eur. Heracl. 720. 787; Ios.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
armure complète.
Étymologie: πᾶν, τεῦχος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παντευχία -ας, ἡ [πᾶς, τεῦχος] volle wapenrusting.
Russian (Dvoretsky)
παντευχία: ἡ полное вооружение Aesch., Eur.
Greek Monolingual
ἡ, Α πάντευχος
πλήρης εξοπλισμός, πανοπλία.
Greek Monotonic
παντευχία: ἡ (τεῦχος), = πανοπλία, σε Ευρ.· ὅπλων πολέμιος παντευχία, εχθροί σε πλήρη παράταξη, στον ίδ.· ξὺν παντευχίᾳ, με πλήρη οπλισμό, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
παντευχία: ἡ, = πανοπλία, πλήρης ὁπλισμός, Εὐρ. Ἡρακλ. 787· ὅπλων π. αὐτόθι 720· πολέμιον παντευχίαν, ἐχθροὺς ἐν πλήρει ὁπλισμῷ, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 1192· παντευχίαν δὲ τοῦ θεοῦ ... λαβεῖν, τὴν πανοπλίαν αὐτοῦ, Ἀριστομένης ἐν «Γόησιν» 1· - τὸ πλεῖστον κατὰ δοτικ. ὡς ἐπίρρ., ξὺν ἢ ἐν παντευχίᾳ, ἐν πλήρει ὁπλισμῷ, Αἰσχύλ. Θήβ. 31, Ἀποσπ. 305· πρβλ. πανοπλία, πανσαγία.
Middle Liddell
παν-τευχία, ἡ, τεῦχος
= πανοπλία, Eur.ὅπλων πολέμιος παντευχία enemies in full array, Id.; ξὺν παντευχίᾳ in full armour, Aesch.
English (Woodhouse)
full armour, full array, full suit of armour, suit of armour