παρανοίγνυμι
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
English (LSJ)
and παρανοίγω, open at the side or open a little, set ajar, θύραν D.25.28; ἀγγεῖα Placit.4.22.1 (Pass.); παρηνεῳγμένοι ὀφθαλμοί half-closed eyes, Gal.18(2).300, cf. Dem. Ophth. ap. Aët.7.98: metaph., π. τὸ πρᾶγμα D.H.Rh.10.13.
German (Pape)
[Seite 491] u. παρανοίγω (s. οἴγνυμι), auf der Seite, ein wenig, nach und nach öffnen; παρανοίξειεν ἄν τις, Dem. 25, 28; θύρας, Luc. bis acc. 31; a. Sp., auch übtr., D. Hal. rhet. 10, 13.
French (Bailly abrégé)
ouvrir peu à peu, entrouvrir.
Étymologie: παρά, ἀνοίγνυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρ-ανοίγνυμι en παρ-ανοίγω op een kier zetten.
Russian (Dvoretsky)
παρᾰνοίγνῡμι: приотворять (θύραν Dem.).
Greek Monolingual
και παρανοίγω ΜΑ
ανοίγω πλαγίως κάτι ή ανοίγω κάτι ελαφρώς, λίγο, μισοανοίγω
αρχ.
μτφ. δηλώνω, φανερώνω («παρανοίγειν τὸ πρᾶγμα», Διον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἀνοίγνυμι «ανοίγω»].
Greek Monotonic
παρανοίγνυμι: και -οίγω, ανοίγω πλαγίως ή λίγο, αφήνω κάτι μισάνοιχτο, θύραν, σε Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
παρανοίγνυμι: καὶ -οίγω, ἀνοίγω πλαγίως ἢ ὀλίγον, θύραν Δημ. 788. 12· ἀγγεῖον Πλούτ. 2. 903D· μεταφορ., π. τὸ πρᾶγμα Διον. Ἁλ. Τέχν. Ρητ. 13.
Middle Liddell
and -οίγω
to open at the side or a little, set ajar, θύραν Dem.