περιθαμβής

From LSJ

γῆ καὶ ὕδωρ πάντ' ἔσθ' ὅσα γίνοντ' ἠδὲ φύονται → earth and water are everything that comes into being and grows, all things that come into being or sprout are earth and water

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιθαμβής Medium diacritics: περιθαμβής Low diacritics: περιθαμβής Capitals: ΠΕΡΙΘΑΜΒΗΣ
Transliteration A: perithambḗs Transliteration B: perithambēs Transliteration C: perithamvis Beta Code: periqambh/s

English (LSJ)

περιθαμβές,
A marvelling greatly, A.R.2.1158.
2 much alarmed, Id.4.1528; τὸ π. Plu.Cat.Mi.59.

German (Pape)

[Seite 576] ές, sehr erstaunt; Ap. Rh. 2, 1160; Plut. Cat. min. 59.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
frappé de stupeur.
Étymologie: περί, θάμβος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιθαμβής -ές [περί, θάμβος] zeer verschrikt:. ἀφῄρει τοῦ δέους τὸ περιθαμβὲς καὶ ταραχῶδες hij ontnam hun angst het verbijsterende en verwarrende karakter Plut. CMi 59.2.

Russian (Dvoretsky)

περιθαμβής: пораженный изумлением или страхом Plut.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. έκθαμβος, θαμπωμένος από το ισχυρό φως
2. καταφοβισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- -θαμβής (< θάμβος), πρβλ. πολυθαμβής].

Greek Monotonic

περιθαμβής: -ές (θάμβος), εξαιρετικά έκθαμβος, έκπληκτος, κατάπληκτος, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

περιθαμβής: -ές, ὁ σφόδρα ἔκθαμβος, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1158· τὸ πλ. Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 59.

Middle Liddell

περι-θαμβής, ές θάμβος
much alarmed, Plut.