περιθαμβής
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
English (LSJ)
περιθαμβές,
A marvelling greatly, A.R.2.1158.
2 much alarmed, Id.4.1528; τὸ π. Plu.Cat.Mi.59.
German (Pape)
[Seite 576] ές, sehr erstaunt; Ap. Rh. 2, 1160; Plut. Cat. min. 59.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
frappé de stupeur.
Étymologie: περί, θάμβος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιθαμβής -ές [περί, θάμβος] zeer verschrikt:. ἀφῄρει τοῦ δέους τὸ περιθαμβὲς καὶ ταραχῶδες hij ontnam hun angst het verbijsterende en verwarrende karakter Plut. CMi 59.2.
Russian (Dvoretsky)
περιθαμβής: пораженный изумлением или страхом Plut.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. έκθαμβος, θαμπωμένος από το ισχυρό φως
2. καταφοβισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- -θαμβής (< θάμβος), πρβλ. πολυθαμβής].
Greek Monotonic
περιθαμβής: -ές (θάμβος), εξαιρετικά έκθαμβος, έκπληκτος, κατάπληκτος, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
περιθαμβής: -ές, ὁ σφόδρα ἔκθαμβος, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1158· τὸ πλ. Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 59.