περιορύσσω

From LSJ

Ἕκτορ νῦν σὺ μὲν ὧδε θέεις ἀκίχητα διώκων → Hector, you run in pursuit of something unattainable | Hector, now art thou hasting thus vainly after what thou mayest not attain | Hector, now you are hasting thus vainly after what you may not attain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιορύσσω Medium diacritics: περιορύσσω Low diacritics: περιορύσσω Capitals: ΠΕΡΙΟΡΥΣΣΩ
Transliteration A: periorýssō Transliteration B: perioryssō Transliteration C: periorysso Beta Code: perioru/ssw

English (LSJ)

Att. περιορύττω,
A dig round, π. λίμνην dig a lake round... Hdt.2.99; π. πρὸς τὰς ῥίζας Arist.Pr.923b10; μέχρι τῶν ῥιζῶν Thphr. CP5.6.3; τὴν ῥίζαν J.BJ7.6.3:—Pass., τάφρου κύκλῳ περιορυχθείσης Pl.Criti.118c; ῥίζης -ορυχθείσης Dsc.1.126.
2 dig up around, τὰ πλησίον Plu.Rom.20.
3 dig out around, τοὺς λίθους Id.Ant.45.

German (Pape)

[Seite 585] att. -ττω, ringsum graben, τάφρου κ ύκλῳ περιορυχθείσης, Plat. Critia. 118 c; – umgraben, mit Graben und Wall umziehen, λίμνην Her. 2, 99, Sp.

French (Bailly abrégé)

1 creuser tout autour;
2 fouiller ou extraire tout autour.
Étymologie: περί, ὀρύσσω.

Russian (Dvoretsky)

περιορύσσω: атт. περορύττω
1 окапывать, выкапывать вокруг (λίμνην Her.): τάφρος κύκλῳ περιορυχθεῖσα Plat. прорытый по окружности ров;
2 вскапывать (τὰ πλησίον Plut.);
3 извлекать из земли, выкапывать (λίθους Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

περιορύσσω: Ἀττ. -ττω, σκάπτω ὁλόγυρα, περιορύσσω λίμνην, Ἡρόδ. 2. 99· π. πρὸς τὰς ῥίζας Ἀριστ. Προβλ. 20. 8, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 6, 3. - Παθ., τάφρου κύκλῳ περιορυχθείσης Πλάτ. Κριτί. 118C. 2) περισκάπτω, τὰ πλησίον Πλουτ. Ρωμ. 20. 3) ἐκσκάπτω πέριξ, τοὺς λίθους ὁ αὐτ. ἐν Ἀντων. 45.

Greek Monolingual

και περιορύττω Α ορύσσω
1. ορύσσω, σκάβω λάκκο γύρω από κάτι («ῥίζης περιορυχθείσης», Διοσκ.)
2. κάνω εκσκαφή, αφαιρώ γύρω γύρω («τοὺς λίθους περιορυττόντων καὶ μεθιστάντων», Πλούτ.).

Greek Monotonic

περιορύσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω,
1. σκάπτω ολόγυρα, περιορύσσω λίμνην, σκάβω τριγύρω για να κατασκευάσω λίμνη, σε Ηρόδ.
2. περισκάπτω, σε Πλούτ.
3. ξεθάβω, στον ίδ.

Middle Liddell

Attic -ττω fut. ξω
1. to dig round, π. λίμνην to dig a lake round, Hdt.
2. to dig up around, Plut.
3. to dig out around, Plut.