περισφαλής
τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)
English (LSJ)
περισφαλές, very slippery, τόποι Plu. Alex.16: metaph., τύχη Id.2.317e.
German (Pape)
[Seite 595] ές, rings umher, sehr schlüpfrig, Plut. Alex. 16 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
glissant tout autour.
Étymologie: περί, σφάλλω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περισφαλής -ές [περισφάλλω] glibberig.
Russian (Dvoretsky)
περισφαλής: всюду или крайне скользкий (τόποι ὑγροὶ καὶ περισφαλεῖς Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
περισφᾰλής: -ές, λίαν ὀλισθηρός, τόποι Πλουτ. Ἀλέξ. 16· τύχη ὁ αὐτ. 2. 307Ε. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 491.
Greek Monolingual
-ές, Α περισφάλλω
1. ο πάρα πολύ ολισθηρός
2. ασταθής, μη στερεός, επισφαλής
3. μτφ. (για την τύχη) αυτός που ξεγλιστρά, που διαφεύγει.
επίρρ...
περισφαλῶς
με τρόπο περισφαλή.