πουλυβότειρα
English (LSJ)
ἡ, metri gr. for πολυβότειρα, Hom. and Hes.; so all other compounds with πολύ may be lengthened in hexameter verse to πουλυ-, metri gr., v. πολυβότειρα:—Hom. however uses the licence only in this word, in the gen. sg. of πουλύπους, and in the pr. n. Πουλυδάμας.
German (Pape)
[Seite 691] ἡ, ion. statt πολυβότειρα; und so sind alle mit πουλυ- anfangenden Zusammensetzungen als ion. u. poet. Formen für πολυ- anzusehen und unter den so anfangenden Wörtern nachzusehen; Hom. hat die Dehnung übrigens nur in πουλυβότειρα und πουλύπους; sp. Dichter der Anthologie in allen Wörtern, z. B. πουλυγάλακτος, πουλύγαμος, πουλυμανής, πουλυμερής, πουλυμεθής, πουλυσέβαστος, πουλυτενής u. ä.
French (Bailly abrégé)
ας;
adj. f. ion.
qui nourrit beaucoup d'êtres, fécond.
Étymologie: ion. p. *πολυβότειρα, de πολύς, βόσκω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πουλυβότειρα -ας [πολύς, βόσκω] velen voedend, vruchtbaar:. ἐπὶ χθονὶ πουλυβοτείρῃ op de velen voedende aarde Il. 6.213.
English (Autenrieth)
(βόσκω): much- or all-nourishing, epithet of the earth, Ἀχαιίς, Il. 11.770.
see πολυβότειρα.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(επικ. τ.) βλ. πολυβότειρα.
Greek Monotonic
πουλῠβότειρα: ἡ, Ιων. αντί πολυ-βότειρα.
Greek (Liddell-Scott)
πουλῠβότειρα: ἡ, Ἰων. ἀντὶ πολυβότειρα. Ὅμ. καὶ Ἡσ.· οὕτω καὶ πάντα τὰ λοιπὰ ἐκ τοῦ πολὺ σύνθεταα δύνανται νὰ γραφῶσιν Ἰων. καὶ ποιητ. πουλυ-, χάριν τοῦ μέτρου, ἴδε ἐν λ. πολυ-· ― ὁ Ὅμ. ὅμως μόνον τῆς ἀδείας ταύτης ποιεῖται χρῆσιν ἐν ταῖς πλαγίαις πτώσεσι τοῦ πουλύπους, καὶ ἐν τῷ κυρίῳ ὀνόμ. Πουλυδάμας.
Middle Liddell
πουλῠ-βότειρα, ἡ, [ionic for πολυβότειρα.]