πραΰμητις

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρᾱΰμητις Medium diacritics: πραΰμητις Low diacritics: πραΰμητις Capitals: ΠΡΑΫΜΗΤΙΣ
Transliteration A: praǘmētis Transliteration B: praumētis Transliteration C: praymitis Beta Code: prau/+mhtis

English (LSJ)

ιος, ὁ, ἡ, of gentle counsel, gracious, Pi.O.6.42.

German (Pape)

[Seite 696] ὁ, ἡ, sanftes Sinnes, Ἐλευθώ, Pind. Ol. 6, 42, huldvoll.

French (Bailly abrégé)

ιος (ὁ, ἡ)
qui a des pensées douces, bienveillantes, qui a un bon cœur.
Étymologie: πραΰς, μῆτις.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πραΰμητις -ιος [πραΰς, μῆτις] als adj. mild van geest, zachtmoedig.

Russian (Dvoretsky)

πρᾱΰμητις: ιος adj. добросердечный, ласковый, кроткий Pind.

Greek (Liddell-Scott)

πρᾱΰμητις: -ιος, ὁ, ἡ, ἐπὶ τῆς Εἰλειθυίας, ἡ πραέα καὶ φίλα φρονοῦσα, ἡ κεχαρισμένα φρονοῦσα, Πινδ. Ο. 6. 71.

Greek Monolingual

-ήτιος, ὁ, ἡ, Α
1. πράος, ήσυχος
2. (ως προσωνυμία της Ειλειθυίας) αυτή η οποία σκέφτεται με πραότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πραΰς, αθέματη μορφή του επιθ. πρᾶος + μῆτις «σοφία, φρόνηση» (πρβλ. αισχρόμητις)].

Greek Monotonic

πρᾱΰμητις: -ιος, ὁ, ἡ, λέγεται για ευγενικό σύμβουλο, χαρισματικός, προσηνής, καλοσυνάτος, σε Πίνδ.