προμεριμνάω
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English (LSJ)
take thought before, τί λαλήσητε Ev.Marc.13.11.
German (Pape)
[Seite 734] vorher sorgen, N.T., Clem. Al.
French (Bailly abrégé)
προμεριμνῶ :
s'inquiéter d'avance ou auparavant.
Étymologie: πρό, μεριμνάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-μεριμνάω vooraf zich zorgen maken.
Russian (Dvoretsky)
προμεριμνάω: заранее заботиться (μὴ προμεριμνᾶτε τί λαλήσητε NT).
Greek (Liddell-Scott)
προμεριμνάω: μεριμνῶ, φροντίζω πρότερον, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιγ΄, 11, Κλήμ. Ἀλ. 595.
English (Strong)
from πρό and μεριμνάω; to care (anxiously) in advance: take thought beforehand.
English (Thayer)
to be anxious beforehand: Clement of Alexandria, strom. 4,9, 72; (Hippolytus ref. haer. 6,52, p. 330,69; 8,15, p. 432,3)).
Greek Monotonic
προμεριμνάω: μέλ. -ήσω, σκέφτομαι από πριν, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
fut. ήσω
to take thought before, NTest.
Chinese
原文音譯:promerimn£w 普羅-姆淋那哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:前-分 記憶
字義溯源:預先思慮,預先憂慮;由(πρό)*=前)與(μεριμνάω)=憂慮不安)組成;其中 (μεριμνάω)出自(μέριμνα)=掛念), (μέριμνα)出自(μερίζω)=分開), (μερίζω)出自(μέρος)=份或分享),而 (μέρος)又出自(μείζων)X*=分得的份)
出現次數:總共(1);可(1)
譯字彙編:
1) 預先思慮(1) 可13:11