προποιέω
ὁ νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life
English (LSJ)
A do before or beforehand, π. χρηστὰ ἔς τινα Hdt.1.41; π. τι, opp. προπαθεῖν, D.C.Fr.54.6, cf. Id.38.11: abs., μὴ διαφθαρῆναι... ἀλλὰ προποιῆσαι make the first move, Th.3.13:—Pass., τὰ προπεποιημένα works already carried out, IG7.3073.27(Lebad., ii B.C.).
II make beforehand, prepare, προεπεποίητο αὐτῷ προεξέδρη Hdt.7.44; ὑγίειαν Gal.5.833.
German (Pape)
[Seite 740] 1) vorher, zuvor, eher thun, χρηστὰ ἔς τινα, Her. 1, 41. – 2) vorhermachen, vorbereiten; προεπεποίητο αὐτῷ προεξέδρη, Her. 7, 44; Thuc. 3, 13.
French (Bailly abrégé)
προποιῶ :
1 faire auparavant ; χρηστὰ ἔς τινα HDT du bien à qqn ; abs. prendre l'offensive;
2 préparer.
Étymologie: πρό, ποιέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-ποιέω van te voren maken, van tevoren doen:; ἐμεῦ προποιήσαντος χρηστὰ ἐς σὲ nu ik tevoren jou een dienst heb bewezen Hdt. 1.41.2; abs. als eerste handelen:. μὴ... διαφθαρῆναι ὑπ’ ἐκείνων... ἀλλὰ προποιῆσαι om niet door hen te gronde gericht te worden, maar het initiatief te nemen Thuc. 3.13.1.
Russian (Dvoretsky)
προποιέω:
1 раньше делать: προποιῆσαι χρηστὰ ἔς τινα Her. раньше оказать кому-л. благодеяния;
2 заранее устраивать (προεπεποίητο τῷ Ξέρξῃ προεξέδρη Her.);
3 предупреждать, упреждать: μὴ διαφθαρῆναι ἐν ὑστέρῳ, ἀλλὰ προποιῆσαι Thuc. не допустить до разгрома нас (афинянами), а упредить их (в этом).
Greek (Liddell-Scott)
προποιέω: ποιῶ τι πρότερον ἢ ἐκ τῶν προτέρων, πρ. χρηστὰ ἔς τινα Ἡρόδ. 1. 41· πρ. τι, ἀντίθετον τῷ προπάσχω, Δίωνος Κ. Ἐκλογ. 47. 2 Sturz· ἀπολ., μὴ διαφθαρῆναι..., ἀλλὰ προποιῆσαι Θουκ. 3. 13. ΙΙ. ποιῶ ἐκ τῶν προτέρων, παρασκευάζω, προεπεποίητο αὐτῷ προεξέδρη Ἡρόδ. 7. 44. ΙΙΙ. μετ’ αἰτ. προσώπου, προλαμβάνω, προποιήσασα τοξεύει τὸν σύαγρον Ἰω. Μαλάλ. 165. 11.
Greek Monotonic
προποιέω: μέλ. -ήσω,
I. κάνω από πριν ή εκ των προτέρων, σε Ηρόδ.· απόλ., προποιῆσαι, κάνω την πρώτη κίνηση, σε Θουκ.
II. ετοιμάζω εκ των προτέρων, Παθ. υπερσ. προεπεποίητο, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
fut. ήσω
I. to do before or beforehand, Hdt.; absol., προποιῆσαι to make the first move, Thuc.
II. to prepare beforehand, plup. pass. προεπεποίητο Hdt.
Lexicon Thucydideum
prius facere, to do first, 3.13.1.