σακέσπαλος

From LSJ

Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾰκέσπᾰλος Medium diacritics: σακέσπαλος Low diacritics: σακέσπαλος Capitals: ΣΑΚΕΣΠΑΛΟΣ
Transliteration A: sakéspalos Transliteration B: sakespalos Transliteration C: sakespalos Beta Code: sake/spalos

English (LSJ)

σακέσπαλον, (πάλλω) wielding a shield, warlike, Il.5.126, Call. Jov.71; σ. πορείη Nonn. D. 23.140, cf. 8.178.

German (Pape)

[Seite 858] den Schild schwingend, Beiwort rüstiger Krieger, wie des Tydeus, Il. 5, 126. Richtiger ist die Betonung σακεσπάλος, Reisig comm. crit. de Soph. C. C. 1308.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui agite ou brandit son bouclier.
Étymologie: σάκος¹, πάλλω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σακέσπαλος -ον [σάκος, πάλλω] zwaaiend met een schild.

Russian (Dvoretsky)

σᾰκέσπᾰλος: потрясающий щитом (ἱππότα Hom.).

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
(ποιητ. τ.) αυτός που πάλλει, που χειρίζεται δηλαδή την ασπίδα, πολεμιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σακεσ- του σιγμόληκτου σάκος, τὸ, «ασπίδα» + -παλος (< πάλλω), πρβλ. εγχέσπαλος].

Greek Monotonic

σᾰκέσπᾰλος: -ον (πάλλω), αυτός που κραδαίνει την ασπίδα του ενώ μάχεται, φιλοπόλεμος, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

σᾰκέσπᾰλος: -ον, (πάλλω) ὁ πάλλων τὴν ἀσπίδα, χειριζόμενος αὐτήν, πολεμικός, οἷον ἔχεσκε σακέσπαλος ἱππότα Τυδεὺς Ἰλ. Ε. 120, Καλλ. εἰς Δία 71· σ. πορείη Νόνν. Δ. 23. 140, πρβλ. 8. 178. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σακέσπαλος· πολεμιστής».

Middle Liddell

σᾰκέσ-πᾰλος, ον, πάλλω
wielding a shield, Il.