σπανοσιτία
αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point
English (LSJ)
ἡ, lack of corn or lack of food, X.HG4.8.7, IG22.360.9, Arist.Mir.832a20, Ἀρχ. Ἐφ. 1912.61 (Gonni, iii/ii B.C.): also σπανισιτία, IG11(4).1049 (Delos, iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 916] ἡ, Mangel an Getreide u. Fourage; Xen. Hell. 4, 8, 7; D. Sic. 1, 53.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
disette de vivres et de fourrages.
Étymologie: σπάνις, σῖτος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπανοσιτία -ας, ἡ [σπάνιος, σῖτος] gebrek aan levensmiddelen.
Russian (Dvoretsky)
σπᾰνοσῑτία: ἡ недостаток в хлебе, нехватка продовольствия Xen., Arst., Diod.
Greek (Liddell-Scott)
σπᾰνοσῑτία: ἡ, ἔλλειψις σίτου ἢ τροφῆς, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8. 7.
Greek Monolingual
και σπανισιτία, ἡ, Α
έλλειψη σιτηρών και, γενικά, τροφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπάνιος + -σιτία (< σῖτος), πρβλ. ὀλιγοσιτία].
Greek Monotonic
σπᾰνοσῑτία: ἡ (σῖτος), έλλειψη σιτηρών ή τροφίμων, σιτοδεία, σε Ξεν.