στεφανηφορέω
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
English (LSJ)
Dor. στεφαναφορέω,
A wear a wreath, E.HF781 (lyr.), D.21.51, SIG352.4 (Ephesus, iv/iii B.C.); στεφαναφοροῦντες καὶ πανηγυρίζοντες Gauthier et Sottas Décret trilingue en l'honneur de Ptolémée IV p.66 (iii B.C.), cf. Anon.Hist. (FGrH 160) p.886J., OGI90.50 (Rosetta, ii B.C.), al.: c. acc., στεφανηφορεῖν Ἐρετριεῖς πάντας καὶ τοὺς ἐνοικοῦντας κιττοῦ στέφανον IG12(9).192 (Eretria, iv B.C.): metaph. of virtue, στεφανηφοροῦσα πομπεύει LXX Wi.4.2.
II to be a στεφανηφόρος (signf. ΙΙ), SIG695.1 (Magn. Mae., ii B.C.), al.—Also στεφανοφορέω, Hp.Ep.17 (v.l. for στεφανηφορέω); τοῦ Ἀπόλλωνος Supp.Epigr.4.263.6 (Panamara, i A.D.).
German (Pape)
[Seite 939] einen Kranz tragen, Dem. 21, 51.
French (Bailly abrégé)
στεφανηφορῶ :
porter une couronne.
Étymologie: στεφανηφόρος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στεφανηφορέω Dor. στεφανᾱφορέω [στεφανηφόρος] een krans dragen.
Russian (Dvoretsky)
στεφᾰνηφορέω: носить венок Eur., Dem.
Greek Monotonic
στεφᾰνηφορέω: Δωρ. στεφανᾱφ-, μέλ. -ήσω, φορώ στεφάνι, σε Ευρ., Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
στεφᾰνηφορέω: Δωρικ. στεφανᾱφ-, φορῶ στέφανον, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 781, Δημ. 530 ἐν τέλ.· συχν. ἐν ἐπιγραφαῖς, Συλλ. ἐπιγραφ. 3595. 32. κ. ἀλλ.· μετὰ συστοίχ. αἰτ., στ. κιττοῦ στέφανον αὐτόθι 2144. 7. ΙΙ. εἶμαι στεφανηφόρος (σημασ. ΙΙ), αὐτόθι 2264. m. 11 (σ. 1034). - Ὡσαύτως στεφανοφορέω, Ἱππ. 1285. 6, Ἡφαιστ.
Middle Liddell
στεφᾰνηφορέω, [from στεφᾰνηφόρος]
to wear a wreath, Eur., Dem.