στοιχώ
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
Greek Monolingual
στοιχῶ, -έω, ΝΑ στοῖχος
(στη νεοελλ. συν. το μέσ. στοιχούμαι) στέκομαι κατά στοίχους σε ευθύγραμμη διάταξη κοντά ή πίσω από τον άλλο («οὐδ' ἐγκαταλείψω τὸν παραστάτην, ὅτῳ ἄν στοιχήσω», Στοβ.)
νεοελλ.
1. στοιχίζω, βάζω σε στοίχους
2. φρ. «στοιχείτε!» ή «στοιχηθείτε!»
(ως στρατιωτικό παράγγελμα) παραταχθείτε κατά σειρά σε βάθος ο ένας πίσω από τον άλλο
αρχ.
1. (για στρατό) βαδίζω σε θέση μάχης («ἡ ἑκατοστὺς στοιχοῦσα ἐπέσθω», Ξεν.)
2. (για χορευτές) ορχούμαι πιασμένος χέρι χέρι
3. (για φύλλα) είμαι διευθετημένος σε ορισμένη σειρά
4. αντιστοιχώ («ὅπως ἀεὶ ἡ ἡμέρα στοιχῇ καθ' ἑκάστην πόλιν», επιγρ.)
5. συμβαδίζω, συναινώ, συμφωνώ
6. είμαι ευχαριστημένος, αρκούμαι σε κάτι («στοιχεῖν μιᾷ γυναικί», Σχόλ. Αριστοφ.)
7. φρ. α) «κατὰ τὸ στοιχοῦν» — κατά συνέπεια (Αριστοτ.)
β) «στοιχεῖς φυλάσσων τὸν νόμον» — φυλάγεις τον νόμο κανονικώς και τακτικώς (ΚΔ).