συγκαταλείπω

From LSJ

ἄλλαι μὲν βουλαὶ ἀνθρώπων, ἄλλα δὲ Θεὸς κελεύει → man proposes, God disposes | men's wishes are different from what God orders | man's will is often different than God's decisions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαταλείπω Medium diacritics: συγκαταλείπω Low diacritics: συγκαταλείπω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΛΕΙΠΩ
Transliteration A: synkataleípō Transliteration B: synkataleipō Transliteration C: sygkataleipo Beta Code: sugkatalei/pw

English (LSJ)

leave together, σ. φρουράν leave a joint garrison in a place, Th.5.75.

German (Pape)

[Seite 965] zugleich, mit zurücklassen, ξυγκαταλιπόντες τῷ τειχίσματι φρουράν Thuc. 5, 75.

French (Bailly abrégé)

laisser en même temps.
Étymologie: σύν, καταλείπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-καταλείπω, Att. ook ξυγκαταλείπω, samen achterlaten.

Russian (Dvoretsky)

συγκαταλείπω: совместно оставлять: ξυγκαταλιπεῖν τῷ τειχίσματι φρουράν Thuc. оставить в крепости сборный гарнизон.

Greek Monolingual

Α καταλείπω
εγκαταλείπω μαζί ή ταυτοχρόνως.

Greek Monotonic

συγκαταλείπω: μέλ. -ψω, εγκαταλείπω από κοινού, συγκαταλείπω φρουράν, αφήνω πίσω μια ομάδα φρουρών σε κάποιον τόπο, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταλείπω: καταλείπω ὁμοῦ, συγκαταλιπόντες ἅπαντες τῷ τειχίσματι φρουρὰν Θουκ. 5. 75.

Middle Liddell

fut. ψω
to leave together, ς. φρουράν to leave a joint garrison in a place, Thuc.

Lexicon Thucydideum

una relinquere, to abandon together, 5.75.6.