συγκοινωνέω

From LSJ

πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς → before the rooster crows three times (Matthew 26:75)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκοινωνέω Medium diacritics: συγκοινωνέω Low diacritics: συγκοινωνέω Capitals: ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΕΩ
Transliteration A: synkoinōnéō Transliteration B: synkoinōneō Transliteration C: sygkoinoneo Beta Code: sugkoinwne/w

English (LSJ)

A have a joint share of, τῆς δόξης ταύτης D.57.2; to be connected with, τῆς κνήμης Hp.Art.85; σ. τινί τινος go shares with one in a thing, Alex.162.5.
2 in NT c. dat., take part in, have fellowship with, ταῖς ἁμαρτίαις Apoc.18.4; τοῖς ἔργοις Ep.Eph.5.11; σ. μου τῇ θλίψει Ep.Phil.4.14.

German (Pape)

[Seite 968] mit daran Teil haben, τῆς δόξης συγκεκοινωνήκαμεν Dem. 57, 2, u. Sp.

French (Bailly abrégé)

συγκοινωνῶ :
1 avoir une part de, participer à, gén.;
2 être compagnon avec ; fig. vivre avec.
Étymologie: συγκοινωνός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγκοινωνέω verbonden zijn met, met gen.. Hp. Art. 85. deelhebben aan, deelnemen aan, met dat.

Russian (Dvoretsky)

συγκοινωνέω: иметь (в чем-л.) долю, участвовать (τινος Dem. и τινι NT).

English (Strong)

from σύν and κοινωνέω; to share in company with, i.e. co-participate in: communicate (have fellowship) with, be partaker of.

English (Thayer)

(T WH συνκοινωνέω (cf. σύν, II. at the end)), συγκοινώνω; 1st aorist subjunctive 2nd person plural συγκοινωνήσητε, participle nominative plural masculine συγκοινωνήσαντές; to become a partaker together with others, or to have fellowship with a thing: with a dative of the thing, Demosthenes, p. 1299,20; τίνι τίνος, Dio Cassius, 37,41; 77,16.)

Greek Monotonic

συγκοινωνέω: μέλ. -ήσω,
1. έχω από κοινού μερίδιο κάποιου πράγματος, με γεν., σε Δημ.
2. με δοτ., συμμετέχω, κοινωνώ, έχω συντροφική σχέση, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

συγκοινωνέω: εἶμαι συγκοινωνός, ἔχω μερίδιον, συμμετέχω, τινος Ἱππ. π. Ἄρθρ. 840, διάφορ. γραφ. Ἱσαῖ. 70. 28, Δημ. 1299. 20· σ. τινί τινος, μετέχω τινὸς ὁμοῦ μετά τινος ἄλλου, ἐπιτρέπω εἰς αὐτὸν νὰ λάβῃ μερίδιον, δύο δ’ αὐτοῖς συγκοινωνοῦμεν μάζης μικρᾶς Ἄλεξις ἐν «Ὀλυνθίᾳ» 1. 5. 2) ἐν τῇ Καιν. Διαθ. μετὰ δοτικ., λαμβάνω μέρος εἴς τι, μετέχω, κοινωνῶ, ταῖς ἁμαρτίαις Ἀποκάλ. ιη΄, 4· τοῖς ἔργοις Ἐπιστ. πρ. Ἐφεσ. ε΄, 11· σ. μου τῇ θλίψει Ἐπιστ. πρ. Φιλ. δ΄, 14.

Middle Liddell

fut. ήσω
1. to have a joint share of a thing, c. gen., Dem.
2. c. dat. to take part in, have fellowship with, NTest.

Chinese

原文音譯:sugkoinwnšw 尋格-虧挪尼哦
詞類次數:動詞(3)
原文字根:共同-共有 是(著)
字義溯源:共同分享,分享,參與,同受,一同有分於,有分於;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(κοινωνέω)=分享)組成,而 (κοινωνέω)出自(κοινωνός)=分享者), (κοινωνός)出自(κοινός)*=公用)
出現次數:總共(3);弗(1);腓(1);啓(1)
譯字彙編
1) 你們有分於(1) 啓18:4;
2) 你們一同有分於(1) 腓4:14;
3) 一同有分於(1) 弗5:11