συγξύω
From LSJ
Ἴσον θεῷ σου τοὺς φίλους τιμᾶν θέλε → Honora amicos tamquam honorares deos → Verehre willig deine Freunde Göttern gleich
English (LSJ)
shred or grate up, φάρμακον Hp.Haem.3: metaph., πάντα συγξύσας having scraped together every penny, D.L.4.47.
German (Pape)
[Seite 971] (s. ξύω), zerkratzen, D. L. 4, 47.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-ξύω stukkrabben, stukschrapen.
Russian (Dvoretsky)
συγξύω: расцарапывать, разрывать Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
συγξύω: μέλλ. -ύσω, ξύω ὁμοῦ, ὅταν δὲ ξηρὸν γένηται (τὸ φάρμακον) συγξύσας τρῖψον λεῖον Ἱππ. 893Α· κατασχίζω, πάντα (δηλ. τὰ συγγράμματα) συγξύσας Διογ. Λ. 4. 47.
Greek Monolingual
Α
1. ξύνω κάτι συγγρόνως ή μαζί με κάτι άλλο
2. μτφ. δαπανώ, σπαταλώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ξύω «ξύνω, λειαίνω»].