συγξύω

From LSJ

Ἴσον θεῷ σου τοὺς φίλους τιμᾶν θέλε → Honora amicos tamquam honorares deos → Verehre willig deine Freunde Göttern gleich

Menander, Monostichoi, 269
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγξύω Medium diacritics: συγξύω Low diacritics: συγξύω Capitals: ΣΥΓΞΥΩ
Transliteration A: synxýō Transliteration B: synxyō Transliteration C: sygksyo Beta Code: sugcu/w

English (LSJ)

shred or grate up, φάρμακον Hp.Haem.3: metaph., πάντα συγξύσας having scraped together every penny, D.L.4.47.

German (Pape)

[Seite 971] (s. ξύω), zerkratzen, D. L. 4, 47.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-ξύω stukkrabben, stukschrapen.

Russian (Dvoretsky)

συγξύω: расцарапывать, разрывать Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

συγξύω: μέλλ. -ύσω, ξύω ὁμοῦ, ὅταν δὲ ξηρὸν γένηται (τὸ φάρμακον) συγξύσας τρῖψον λεῖον Ἱππ. 893Α· κατασχίζω, πάντα (δηλ. τὰ συγγράμματα) συγξύσας Διογ. Λ. 4. 47.

Greek Monolingual

Α
1. ξύνω κάτι συγγρόνως ή μαζί με κάτι άλλο
2. μτφ. δαπανώ, σπαταλώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ξύω «ξύνω, λειαίνω»].