συμπεδάω

From LSJ

οἷς πρόθεσίς ἐστιν ἀδικεῖν, παρ' αὐτοῖς οὐδὲ δικαία ἀπολογία ἰσχύει → not even a just excuse means anything to those bent on injustice | the tyrant will always find a pretext for his tyranny | any excuse will serve a tyrant

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπεδάω Medium diacritics: συμπεδάω Low diacritics: συμπεδάω Capitals: ΣΥΜΠΕΔΑΩ
Transliteration A: sympedáō Transliteration B: sympedaō Transliteration C: sympedao Beta Code: sumpeda/w

English (LSJ)

A pf. -πεπέδηκα Phld.Po.Herc.994.33:—bind together, bind hand and foot, Onos.11.3, etc.:—Pass., Plu.2.924f.
2 metaph. of frost, benumb, v.l. for συνεπόδισεν, X.An.4.4.11.

German (Pape)

[Seite 985] zusammenbinden, τὰ ὑποζύγια συνεπέδησεν ἡ χιών Xen. An. 4, 4, 11.

French (Bailly abrégé)

συμπεδῶ :
entraver, enchaîner ensemble.
Étymologie: σύν, πεδάω.

Russian (Dvoretsky)

συμπεδάω: связывать, сковывать Plut.

Greek (Liddell-Scott)

συμπεδάω: δένω ὁμοῦ, δένω χεῖρας καὶ πόδας, Ὀνησάνδρ. Στρατηγ. 11, Νικητ., κλπ.· Παθητ., Πλούτ. 2. 924F· ― μεταφορ., ἐπὶ παγετοῦ, κάμνω τινὰ ἀνίκανον νὰ κινηθῇ, παραλύω, ναρκώνω, τὰ ὑποζύγια συνεπέδησεν ἡ χιὼν Ξεν. Ἀνάβ. 4. 4, 11 (ἀλλ’ ἡ γραφὴ συνεπόδισεν εἶναι προτιμοτέρα).

Greek Monotonic

συμπεδάω: μέλ. -ήσω, δένω μαζί χέρια και πόδια, δένω χειροπόδαρα· μεταφ., λέγεται για τον παγετό ή το ψύχος, μουδιάζω, ναρκώνω, κάνω κάποιον να μην μπορεί να κινηθεί, ακινητοποιώ, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. ήσω
to bind together:—metaph. of frost, to benumb, Xen.