συναναφέρω
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
English (LSJ)
fut. -ανοίσω prob.in Hsch.:—
A carry up together, LXX Ge.50.25; ἑαυτῷ τοὺς παχεῖς χυμούς Gal.15.634:—Pass., to be carried up or ascend together with, [ὁ ἀὴρ] σ. τῷ.. πυρί Arist.Mete.341a7; to be carried along with, τῷ αἵματι Gal.Nat. Fac.2.2, cf. Id.2.819; to be imparted (to milk), Sor.1.95; to be brought up to the surface, of heat, Herod.Med. ap. Orib.5.30.9.
2 Astron., rise with, in Pass., Hipparch.2.3.30, Vett.Val.6.10.
II metaph., bring up together with itself, Plu.2.451a; τὴ ἀρχήν refer to its origin at the same time, Plb.5.32.4, cf. Dam.Pr.64.
2 certify at the same time, συνανενηνοχέναι τινὶ συγχώρησιν Mitteis Chr.31 iii 28 (ii B.C.); report, τὸ καθ' ἓν σ. PSI4.386.32 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1000] (s. φέρω), mit oder zugleich in die Höhe, hinauf- od. zurücktragen oder -bringen, Pol. 5, 32, 4; zurückbeziehen, Sp.; auch intrans., sich zugleich, mit erholen.
French (Bailly abrégé)
f. συνανοίσω, ao. συνανήνεγκα, etc.
élever ensemble ou en même temps ; faire croître ensemble.
Étymologie: σύν, ἀναφέρω.
Russian (Dvoretsky)
συναναφέρω: (fut. συνανοίσω, aor. συνανήνεγκα)
1 одновременно возносить, поднимать: (ὁ ἀὴρ) συνκναφέρεται τῷ πυρί Arst. воздух устремляется вверх вместе с огнем;
2 одновременно производить, обусловливать или выявлять (τὴν ποιότητα Plut.);
3 одновременно возводить, относить: σ. τὴν ἀρχήν Polyb. возводить к началу, устанавливать принцип.
Greek (Liddell-Scott)
συναναφέρω: μέλλ. -ανοίσω, ἀναβιβάζω ὁμοῦ, Ἑβδ. (Γένεσ. Ν΄, 25). ― Παθ., φέρομαι πρὸς τὰ ἄνω ἢ ἀναβαίνω ὁμοῦ μετά τινος, [ὁ ἀνὴρ] σ. τῷ... πυρὶ Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 3, 27. ΙΙ. μεταφορ., ἀναφέρω ὁμοῦ μετὰ τινος, Πλούτ. 2. 451Α˙ σὺν τὴν ἀρχήν, ἀναφέρω εἰς τὴν ἀρχὴν τοῦ πράγματος συγχρόνως, Πολύβ. 5. 32, 4.
Greek Monolingual
ΜΑ
1. μεταφέρω κάτι μαζί μου
2. ανεβάζω κάτι μαζί με κάτι άλλο
3. (μέσ.-παθ.) συναναφέρομαι
α) ανυψώνομαι, φθάνω στο ύψος, στο επίπεδο κάποιου άλλου
β) προσφέρομαι μαζί με κάτι άλλο
αρχ.
1. παρέχω κάτι συγχρόνως
2. εκθέτω, αναγγέλλω κάτι
3. μέσ. α) μεταφέρομαι μαζί με κάτι άλλο
β) (για τη θερμότητα) ανεβαίνω προς τα πάνω
γ) ανατέλλω ταυτόχρονα
4. φρ. «συναναφέρω τὴν ἀρχήν» — ανάγω συγχρόνως στη θεμελιώδη αρχή του θέματος (Πολ.).