συνισχυρίζω
From LSJ
English (LSJ)
help to strengthen, τινα X.Cyr.2.2.26:—Med., -ίζεται confortiat, Glossaria.
French (Bailly abrégé)
f. att. συνισχυριῶ;
fortifier avec, corroborer.
Étymologie: σύν, ἰσχυρίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνισχῡρίζω [σύν, ἰσχυρίζω] helpen sterk maken. Xen. Cyr. 2.2.26.
German (Pape)
[χῡ], mit, zugleich stärken, Xen. Cyr. 2.2.26.
Russian (Dvoretsky)
συνισχῡρίζω: помогать усилить, делать сильным, укреплять (τινά Xen.).
Greek Monolingual
Α
καθιστώ κάτι ισχυρό επίσης («συνισχυριεῖν τε ὑμᾱς καὶ συγκοσμήσειν», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἰσχυρός.
Greek Monotonic
συνισχῡρίζω: μέλ. -σω, είμαι ισχυρός από κοινού με κάποιον άλλο, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
συνισχῡρίζω: συνεργῶ, συντελῶ ὥστε νὰ γείνῃ τις ἰσχυρός, ἀνθρώπους... οἳ ἂν ὑμῖν δοκοῦσι μάλιστα συνισχυριεῖν τε ὑμᾶς καὶ συγκοσμήσειν Ξεν. Κύρ. 2. 2, 26. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 85.
Middle Liddell
fut. σω
to help to strengthen, Xen.