τελετουργικός
Λόγοις ἀμείβου τὸν λόγοις πείθοντά σε → Verbis repone verba suasori tuo → Mit Worten gib dem Antwort, der mit Worten rät
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τελετουργία
2. το θηλ. ως ουσ. η τελετουργική
εκκλ. η επιστήμη η οποία ασχολείται με τις εκκλησιαστικές ιερές τελετές από πρακτικής και τεχνικής άποψης και η οποία είναι πολύ στενά συνδεδεμένη με τη λειτουργική
3. το ουδ. ως ουσ. το τελετουργικό
(κοινων.-ανθρωπολ.) καθορισμένη τάξη εκτέλεσης μιας σειράς τελετουργιών που καθορίζεται από παραδοσιακούς κανόνες ή από ιερατικές αποφάσεις και αποτελεί ένα σύνολο αυστηρά κωδικοποιημένων πράξεων, λόγων και αντικειμένων, θεμελιωμένο στην πίστη
4. φρ. α) «μιμητικά τελετουργικά» — τελετουργικά που γίνονται κατά μίμηση είτε ενός φαινομένου είτε του πυρήνα ή της αρχής ενός μύθου, όπως είναι λ.χ. τα τελετουργικά του νέου έτους τα οποία, πολύ συχνά, επαναλαμβάνουν την ιστορία της δημιουργίας
β) «θετικά τελετουργικά» — τελετουργικά που ασχολούνται με τον καθαγιασμό ή την ανανέωση ενός αντικειμένου ή ενός ατόμου
γ) «αρνητικά τελετουργικά» — τελετουργικά που αφορούν κάτι το οποίο πρέπει να αποφεύγεται ή απαγορεύεται
δ) «θυσιαστικά τελετουργικά» — τελετουργικά της θυσίας που έχουν ως διακριτικό γνώρισμα τη μερική ή ολική καταστροφή του θύματος, το οποίο μπορεί να είναι άνθρωπος, ζώο, λαχανικά, γλυκίσματα, γάλα κ.ά.
ε) «διαβατήρια τελετουργικά» — τελετουργικά που σηματοδοτούν το πέρασμα από έναν τρόπο ζωής σε έναν άλλο ή από μια κατάσταση σε άλλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τελετουργός. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1868 στον Ζήκο Ρώση].