τρίστεγος
Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei
English (LSJ)
τρίστεγον,
A of or with three stories, D.H.3.68, Ath.Mech.13.8, POxy.99.5(i A. D.), etc.
II τὸ τ. (sc. οἴκημα) the third story, Act.Ap.20.9:—also τριστέγη, ἡ, Artem.4.46.
German (Pape)
[Seite 1148] von, mit drei Stockwerken; στοαί D. Hal. 3, 68; τὸ τρίστεγον, sc. οἴκημα, das dritte Stockwerk, Sp., wie N.T.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à trois étages.
Étymologie: τρεῖς, στέγω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρίστεγος -ον [τρι-, στέγος] van drie verdiepingen; subst. τὸ τρίστεγον de derde verdieping.
English (Thayer)
τρίστεγον (τρεῖς and στέγη), hating three roofs or stories: Dionysius Halicarnassus 3,68; (Josephus, b. j. 5,5, 5); τό τρίστεγον, the third story, Symm.); ἡ τριστεγη, Artemidorus Daldianus, oneir. 4,46.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. τριώροφος («στοαὶ τρίστεγοι», Διον. Αλ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τρίστεγον
ο τρίτος όροφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -στεγος (< στέγη), πρβλ. δεκάστεγος].
Greek Monotonic
τρίστεγος: -ον (στέγη), αυτός που αποτελείται από τρεις στέγες, τριώροφος· τὸ τρίστεγον (ενν. οἴκημα), το τρίτο πάτωμα, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
τρίστεγος: -ον, ὁ συγκείμενος ἐκ τριῶν στεγῶν, τριώροφος, «τρίπατος», Διον. Ἁλ. 3. 68. ΙΙ. τὸ τρ. (ἐξυπακ. οἴκημα), τὸ τρίτον πάτωμα, Πράξ. Ἀποστ. κ΄, 9· - ὡσαύτως τριστέγη, ἡ, Ἀρτεμίδ. 4. 46.
Middle Liddell
τρί-στεγος, ον, στέγη
of or with three stories: τὸ τρ. (sc. οἴκημἀ the third story, NTest.