χέρσονδε
From LSJ
ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night
English (LSJ)
Adv. to or on dry land, Il.21.238, h.Ap.28, Alcm.6, Theoc.16.61.
German (Pape)
[Seite 1351] adv., auf das feste Land, an das feste Land, Il. 21, 238.
French (Bailly abrégé)
adv.
vers la terre ferme, sur la terre ferme avec mouv.
Étymologie: χέρσος, -δε.
Russian (Dvoretsky)
χέρσονδε: adv. на сушу (ἐκβάλλειν τινά Hom.; κύματα ὠθεῖν Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
χέρσονδε: Ἐπίρρ., πρὸς τὴν χέρσον, τὴν ξηράν, Ἰλ. Φ. 238, Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 28, Θεόκρ. 16. 61.
English (Autenrieth)
to or on the dry land, Il. 21.238†.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. προς την ξηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + επιρρμ. κατάλ. -δε (πρβλ. κρήνηνδε, πόντονδε)].
Greek Monotonic
χέρσονδε: επίρρ. (χέρσος), προς ή στη γη, σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.