χρυσόστροφος
πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom
English (LSJ)
χρυσόστροφον, made of twisted gold, ἀγκύλαι S.OT203(lyr.).
German (Pape)
[Seite 1382] von Gold gedreht, mit Gold umwunden, ἀγκύλαι Soph. O. R. 203.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont la corde est en or tordu.
Étymologie: χρυσός, στρέφω.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσόστροφος: свитой из золота: χρυσόστροφοι ἀγκύλαι Soph. золотые тетивы.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσόστροφος: -ον, ἐπὶ χορδῆς τόξου πεποιημένης ἐκ συνεστραμμένου χρυσοῦ σύρματος ἢ πεπλεγμένης μὲ χρυσόν, Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 203.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για χορδή τόξου) κατασκευασμένος από συνεστραμμένα σύρματα χρυσού («χρυσοστρόφων ἀπ' ἀγκυλᾱν βέλεα», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- / χρυσεο- + -στροφος (< στρόφος < στρέφω), πρβλ. πολύστροφος].