χυτλόω
English (LSJ)
A wash, bathe, γυῖα χυτλῶσαι Id.322:—also in Med., A.R.4.1311: mostly,
II Med., anoint oneself after bathing, Od.6.80: Medic., χυτλώσασθαι to rub oneself with a mixture of water and oil (cf. χύτλον 2), Gal.11.532.
2 c. acc., wash off from oneself, wash off, ᾧ κε (sc. τῷ ῥόῳ) τόκοιο λύματα χυτλώσαιτο Call.Jov.17.
German (Pape)
[Seite 1385] reinigen, waschen, baden u. salben, welches letztere gleich nach dem Bade zu geschehen pflegte, γυῖα χυτλῶσαι δρόσῳ Lycophr. 322; – gew. im med., sich baden, salben, δῶκεν ὑγρὸν ἔλαιον, εἵως χυτλώσαιτο σὺν ἀμφιπόλοισιν Od. 6, 80; und sp. D., ὕδωρ, ᾡ κε τόκοιο λύματα χυτλώσαιτο Callim. Iov. 17. – Bei Galen. ist χυτλώσασθαι sich mit einer Mischung von Wasser und Oel einreiben. S. χύτλον.
French (Bailly abrégé)
χυτλῶ :
baigner d'huile, graisser (après le bain);
Moy. χυτλόομαι, χυτλοῦμαι (ao. ἐχυτλωσάμην);
I. intr. 1 se baigner d'huile, se graisser les membres (après le bain);
2 se laver avec un mélange d'eau et d'huile;
II. tr. purifier en lavant, laver.
Étymologie: χύτλον.
Greek (Liddell-Scott)
χυτλόω: μέλλ. -ώσω, πλύνω, λούω, γυῖα χυτλῶσαι Λυκόφρ. 322· ― ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ΙΙ. ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἀλείφομαι μετὰ τὸ λουτρόν, Ὀδ. Ζ. 80, πρβλ. Ἀπολλόδ. Ρόδ. Δ. 1311· παρὰ Γαληνῷ χυτλόομαι, ἐντρίβω ἐμαυτὸν διὰ μίγματος ὕδατος καὶ ἐλαίου, ἴδε χύτλον 2. 2) μετ’ αἰτ., ἀποπλύνω ἀπ’ ἐμαυτοῦ, ἐκπλύνω, ᾧ κε (ἐξυπακ. ῥόῳ) τόκοιο λύματα χυτλώσαιτο Καλλ. εἰς Δία 17.
English (Autenrieth)
mid. aor. opt. χυτλώσαιτο: mid., bathe and anoint oneself, Od. 6.80†.
Greek Monotonic
χυτλόω: μέλ. -ώσω, πλένω, λούζω — Μέσ., αλείφομαι μετά το μπάνιο, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
χυτλόω, fut. -ώσω [from χύτλον
to wash:—Mid. to anoint oneself after bathing, Od.