ἀμαθαίνω

From LSJ

ἀφ' ἡμέρας γίνεσθαι ἐν τῷ Μουσείῳ → in the Museum from early in the day

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμᾰθαίνω Medium diacritics: ἀμαθαίνω Low diacritics: αμαθαίνω Capitals: ΑΜΑΘΑΙΝΩ
Transliteration A: amathaínō Transliteration B: amathainō Transliteration C: amathaino Beta Code: a)maqai/nw

English (LSJ)

(ἀμαθής) to be untaught, ignorant, only pres.; abs., Pl.R. 535e, Ph.1.498, Aristid.34(50).44, Plot.4.4.24; ἀ. τι or εἴς τι to be ignorant in a thing, Pl.Lg.689c, 689d.

Spanish (DGE)

(ἀμᾰθαίνω)
• Prosodia: [ᾰ-]
1 ignorar ταῦτα Pl.Lg.689c.
2 ser un ignorante εἰς ταῦτα Pl.Lg.689d
abs. Pl.Lg.863c, R.535e, Ph.1.498, Plot.4.4.24, Aristid.Or.34.44, Hsch.

German (Pape)

[Seite 114] unwissend, dumm sein, Plat. Legg. III, 697 e, öfter; εἴς τι, in etwas, 689 d, u. vorher an derselben Stelle ταῦτα, etwas nicht wissen.

French (Bailly abrégé)

être ignorant ; τι, εἴς τι, en qch.
Étymologie: ἀμαθής.

Russian (Dvoretsky)

ἀμᾰθαίνω: (ᾰμ) быть несведущим, неученым, невежественным (τι и εἴς τι Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμαθαίνω: (ἀμαθὴς) εἶμαι ἀδίδακτος, ἀμαθής, ἀνόητος, εὐήθης, λέξις Πλατωνικὴ ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ.: ἀπολ., Πολ. 535Ε· ἀμ. τι ἢ εἴς τι = διατελῶ ἐν ἀγνοίᾳ τινός, Νόμ. 689C.D.

Greek Monolingual

ἀμαθαίνω (Α) ἀμαθής
1. είμαι αδίδακτος, αμαθής, ανόητος
2. φρ. «ἀμαθαίνω τι ἤ εἴς τι», έχω άγνοια για κάτι, αγνοώ.

Greek Monotonic

ἀμᾰθαίνω: (ἀμαθής), είμαι ανεπίδεκτος μαθήσεως, ανόητος, σε Πλούτ.

Middle Liddell

[From ἀμαθής
to be untaught, stupid, Plat.